συναθροισμός: Difference between revisions
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synathroismos | |Transliteration C=synathroismos | ||
|Beta Code=sunaqroismo/s | |Beta Code=sunaqroismo/s | ||
|Definition=ὁ, < | |Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[collection]], [[union]], τῶν λεπτομερῶν σωμάτων ''[[Placita Philosophorum|Placit.]]''1.24.2; ὑγρῶν Cass.''Pr.''80; opp. [[μερισμός]], Dam.''Pr.''412; [[assembly]], πάντων τῶν ζῴων Aesop.242.<br><span class="bld">II</span> a rhetor. figure, by which [[dissimilar]] things were [[associate]]d, Alex.''Fig.''p.17 S., Quint. ''Inst.''8.4.27. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0997.png Seite 997]] ὁ, = [[συνάθροισις]], S. Emp. pyrrh. 3, 47 u. a. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0997.png Seite 997]] ὁ, = [[συνάθροισις]], S. Emp. pyrrh. 3, 47 u. a. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[rassemblement]], [[union]].<br />'''Étymologie:''' [[συναθροίζω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συναθροισμός:''' ὁ [[собирание]], [[сочетание]], [[соединение]] (τῶν λεπτομερῶν σωμάτων Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συναθροισμός''': ὁ, [[συλλογή]], [[ἕνωσις]], Βαβρ. 28, Πλούτ. 2. 884D. ΙΙ. ὡς ῥητορικὸν [[σχῆμα]], «συναθροισμὸς δέ ἐστι συναγωγὴ τῶν πεπραγμένων ἢ πραχθῆναι δυναμένων εἰς ἓν κεφάλαιον» Ἀλεξ. π. Σχημάτων ἐν Ρήτορ. (Walz) τ. 8, σ. 439, Κυντιλ 8. 4, 27. | |lstext='''συναθροισμός''': ὁ, [[συλλογή]], [[ἕνωσις]], Βαβρ. 28, Πλούτ. 2. 884D. ΙΙ. ὡς ῥητορικὸν [[σχῆμα]], «συναθροισμὸς δέ ἐστι συναγωγὴ τῶν πεπραγμένων ἢ πραχθῆναι δυναμένων εἰς ἓν κεφάλαιον» Ἀλεξ. π. Σχημάτων ἐν Ρήτορ. (Walz) τ. 8, σ. 439, Κυντιλ 8. 4, 27. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συναθροισμός:''' ὁ, [[σύναξη]], [[συλλογή]], [[συνένωση]], [[μάζεμα]], [[συνέλευση]], σε Βάβρ. | |lsmtext='''συναθροισμός:''' ὁ, [[σύναξη]], [[συλλογή]], [[συνένωση]], [[μάζεμα]], [[συνέλευση]], σε Βάβρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[συναθροισμός]], οῦ, ὁ,<br />a [[collection]], [[union]], Babr. | |mdlsjtxt=[[συναθροισμός]], οῦ, ὁ,<br />a [[collection]], [[union]], Babr. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:33, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ,
A collection, union, τῶν λεπτομερῶν σωμάτων Placit.1.24.2; ὑγρῶν Cass.Pr.80; opp. μερισμός, Dam.Pr.412; assembly, πάντων τῶν ζῴων Aesop.242.
II a rhetor. figure, by which dissimilar things were associated, Alex.Fig.p.17 S., Quint. Inst.8.4.27.
German (Pape)
[Seite 997] ὁ, = συνάθροισις, S. Emp. pyrrh. 3, 47 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
rassemblement, union.
Étymologie: συναθροίζω.
Russian (Dvoretsky)
συναθροισμός: ὁ собирание, сочетание, соединение (τῶν λεπτομερῶν σωμάτων Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
συναθροισμός: ὁ, συλλογή, ἕνωσις, Βαβρ. 28, Πλούτ. 2. 884D. ΙΙ. ὡς ῥητορικὸν σχῆμα, «συναθροισμὸς δέ ἐστι συναγωγὴ τῶν πεπραγμένων ἢ πραχθῆναι δυναμένων εἰς ἓν κεφάλαιον» Ἀλεξ. π. Σχημάτων ἐν Ρήτορ. (Walz) τ. 8, σ. 439, Κυντιλ 8. 4, 27.
Greek Monolingual
ὁ, Α συναθροίζω
1. συνάθροιση, συγκέντρωση («πάντων τῶν ζῴων συναθροισμός», Αίσωπ.)
2. ρητορικό σχήμα κατά το οποίο γίνεται συναγωγή σε ένα κεφάλαιο αυτών που έγιναν ή μπορούν να γίνουν.
Greek Monotonic
συναθροισμός: ὁ, σύναξη, συλλογή, συνένωση, μάζεμα, συνέλευση, σε Βάβρ.
Middle Liddell
συναθροισμός, οῦ, ὁ,
a collection, union, Babr.