συναθροισμός: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(20 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synathroismos | |Transliteration C=synathroismos | ||
|Beta Code=sunaqroismo/s | |Beta Code=sunaqroismo/s | ||
|Definition=ὁ, < | |Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[collection]], [[union]], τῶν λεπτομερῶν σωμάτων ''[[Placita Philosophorum|Placit.]]''1.24.2; ὑγρῶν Cass.''Pr.''80; opp. [[μερισμός]], Dam.''Pr.''412; [[assembly]], πάντων τῶν ζῴων Aesop.242.<br><span class="bld">II</span> a rhetor. figure, by which [[dissimilar]] things were [[associate]]d, Alex.''Fig.''p.17 S., Quint. ''Inst.''8.4.27. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0997.png Seite 997]] ὁ, = [[συνάθροισις]], S. Emp. pyrrh. 3, 47 u. a. Sp. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[rassemblement]], [[union]].<br />'''Étymologie:''' [[συναθροίζω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συναθροισμός:''' ὁ [[собирание]], [[сочетание]], [[соединение]] (τῶν λεπτομερῶν σωμάτων Plut.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''συναθροισμός''': ὁ, [[συλλογή]], [[ἕνωσις]], Βαβρ. 28, Πλούτ. 2. 884D. ΙΙ. ὡς ῥητορικὸν [[σχῆμα]], «συναθροισμὸς δέ ἐστι συναγωγὴ τῶν πεπραγμένων ἢ πραχθῆναι δυναμένων εἰς ἓν κεφάλαιον» Ἀλεξ. π. Σχημάτων ἐν Ρήτορ. (Walz) τ. 8, σ. 439, Κυντιλ 8. 4, 27. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α [[συναθροίζω]]<br /><b>1.</b> [[συνάθροιση]], [[συγκέντρωση]] («πάντων τῶν ζῴων [[συναθροισμός]]», Αίσωπ.)<br /><b>2.</b> ρητορικό [[σχήμα]] [[κατά]] το οποίο γίνεται [[συναγωγή]] σε ένα [[κεφάλαιο]] αυτών που έγιναν ή μπορούν να γίνουν. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συναθροισμός:''' ὁ, [[σύναξη]], [[συλλογή]], [[συνένωση]], [[μάζεμα]], [[συνέλευση]], σε Βάβρ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[συναθροισμός]], οῦ, ὁ,<br />a [[collection]], [[union]], Babr. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:33, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ,
A collection, union, τῶν λεπτομερῶν σωμάτων Placit.1.24.2; ὑγρῶν Cass.Pr.80; opp. μερισμός, Dam.Pr.412; assembly, πάντων τῶν ζῴων Aesop.242.
II a rhetor. figure, by which dissimilar things were associated, Alex.Fig.p.17 S., Quint. Inst.8.4.27.
German (Pape)
[Seite 997] ὁ, = συνάθροισις, S. Emp. pyrrh. 3, 47 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
rassemblement, union.
Étymologie: συναθροίζω.
Russian (Dvoretsky)
συναθροισμός: ὁ собирание, сочетание, соединение (τῶν λεπτομερῶν σωμάτων Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
συναθροισμός: ὁ, συλλογή, ἕνωσις, Βαβρ. 28, Πλούτ. 2. 884D. ΙΙ. ὡς ῥητορικὸν σχῆμα, «συναθροισμὸς δέ ἐστι συναγωγὴ τῶν πεπραγμένων ἢ πραχθῆναι δυναμένων εἰς ἓν κεφάλαιον» Ἀλεξ. π. Σχημάτων ἐν Ρήτορ. (Walz) τ. 8, σ. 439, Κυντιλ 8. 4, 27.
Greek Monolingual
ὁ, Α συναθροίζω
1. συνάθροιση, συγκέντρωση («πάντων τῶν ζῴων συναθροισμός», Αίσωπ.)
2. ρητορικό σχήμα κατά το οποίο γίνεται συναγωγή σε ένα κεφάλαιο αυτών που έγιναν ή μπορούν να γίνουν.
Greek Monotonic
συναθροισμός: ὁ, σύναξη, συλλογή, συνένωση, μάζεμα, συνέλευση, σε Βάβρ.
Middle Liddell
συναθροισμός, οῦ, ὁ,
a collection, union, Babr.