εὔηχος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eyichos
|Transliteration C=eyichos
|Beta Code=eu)/hxos
|Beta Code=eu)/hxos
|Definition=ον, = [[εὐηχής]], [[euphonious]], <span class="bibl">Phld.<span class="title">Po.</span>994.24</span>, [[varia lectio|v.l.]] in <span class="bibl">D.H. <span class="title">Comp.</span>14</span>, cf. Longin.24.2; [[melodious]], of the voice, <span class="bibl">Ath.3.80d</span>; εὔ. φωνητήρια ὄργανα <span class="bibl">Ph.1.511</span>; ἀρτηρίαν εὔ. παρασκευάζειν Dsc.2.27; κύμβαλα <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">Ps.</span>150.5</span>: neut. pl. [[εὔηχα]] as adverb, [[κελαδεῖν]] Ps.-Luc.<span class="title">Philopatr.</span>3: regul. Adv. -ήχως Thom.Mag.p.223 R.
|Definition=εὔηχον, = [[εὐηχής]], [[euphonious]], Phld.''Po.''994.24, [[varia lectio|v.l.]] in [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''14, cf. Longin.24.2; [[melodious]], of the voice, Ath.3.80d; εὔ. φωνητήρια ὄργανα Ph.1.511; ἀρτηρίαν εὔ. παρασκευάζειν Dsc.2.27; κύμβαλα [[LXX]] ''Ps.''150.5: neut. pl. [[εὔηχα]] as adverb, [[κελαδεῖν]] Ps.-Luc.''Philopatr.''3: regul. Adv. [[εὐήχως]] Thom.Mag.p.223 R.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔηχος Medium diacritics: εὔηχος Low diacritics: εύηχος Capitals: ΕΥΗΧΟΣ
Transliteration A: eúēchos Transliteration B: euēchos Transliteration C: eyichos Beta Code: eu)/hxos

English (LSJ)

εὔηχον, = εὐηχής, euphonious, Phld.Po.994.24, v.l. in D.H.Comp.14, cf. Longin.24.2; melodious, of the voice, Ath.3.80d; εὔ. φωνητήρια ὄργανα Ph.1.511; ἀρτηρίαν εὔ. παρασκευάζειν Dsc.2.27; κύμβαλα LXX Ps.150.5: neut. pl. εὔηχα as adverb, κελαδεῖν Ps.-Luc.Philopatr.3: regul. Adv. εὐήχως Thom.Mag.p.223 R.

German (Pape)

[Seite 1068] dasselbe, χελιδόνες εὔηχα κελαδοῦσιν Luc. Philopat. 3; dem εὔφωνος entsprechend, von schöner, klangreicher Stimme, Ath. III, 80 d u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. εὐηχής.

Greek (Liddell-Scott)

εὔηχος: -ον, = εὐηχής, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 14, Ἀθήν. 80D· οὐδ. πληθ. εὔηχα, ὡς Ἐπίρρ., Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 3.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔηχος, -ον)
1. αυτός που ηχεί καλά, μελωδικός («αἰνεῖτε αὐτὸν ἐν κυμβάλοις εὐήχοις», ΠΔ)
2. ο εύφωνος, ο καλλίφωνος («εὐφώνους φησὶ γίγνεσθαι τοὺς μὴ σύκων ἐσθίοντας», Αθήν.).
επίρρ...
εύηχα (ΑΜ εὐήχως και εὔηχα)
1. με εύηχο τρόπο, με ρυθμό αρμονικό
2. με δυνατή φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιθέτως προς τα παλαιότερα σύνθετα σε -ηχής (πολυ-ηχής, υψ-ηχής κ.λπ.) που παράγονται από τον παλαιότερο τ. ηχή, τα νεώτερα σύνθετα σε -ηχος όπως το εύ-ηχος (πρβλ. και άντ-ηχος) παράγονται μάλλον από τον νεώτερο τ. ήχος ()].