νοσηρός: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
m (LSJ1 replacement) |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nosiros | |Transliteration C=nosiros | ||
|Beta Code=noshro/s | |Beta Code=noshro/s | ||
|Definition=ά, όν, [[diseased]], <b class="b3">ὀστέον νοσηρότερον</b> ([[varia lectio|v.l.]] νοσηλότερον) | |Definition=ά, όν, [[diseased]], <b class="b3">ὀστέον νοσηρότερον</b> ([[varia lectio|v.l.]] νοσηλότερον) Hp.''Art.''50; [[unhealthy]], χωρία [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''1.6.16; [[unwholesome]], ὕδωρ Plu.2.974c, cf. Hp.''Oct.''12. Adv. Comp. <b class="b3">νοσηρότερον</b> [[varia lectio|v.l.]] for [[νοσηλός|νοσηλότερον]] ([[quod vide|q.v.]]). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[νοσηρός]], -ά, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[βλαβερός]] για την [[υγεία]], αυτός που προξενεί [[ασθένεια]] («νοσηρὸν [[ὕδωρ]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει την [[τάση]] να αρρωσταίνει, [[ασθενικός]], [[φιλάσθενος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[επιβλαβής]] ή βεβαρυμένος με μη υγιά στοιχεία, [[αρρωστημένος]] (α. «νοσηρή [[κατάσταση]]» β. «νοσηρή [[φαντασία]]»)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νοσηρώς</i> και -<i>ά</i> (Α νοσηρῶς)<br />με νοσηρό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόσος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> | |mltxt=-ή, -ό (Α [[νοσηρός]], -ά, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[βλαβερός]] για την [[υγεία]], αυτός που προξενεί [[ασθένεια]] («νοσηρὸν [[ὕδωρ]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει την [[τάση]] να αρρωσταίνει, [[ασθενικός]], [[φιλάσθενος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[επιβλαβής]] ή βεβαρυμένος με μη υγιά στοιχεία, [[αρρωστημένος]] (α. «νοσηρή [[κατάσταση]]» β. «νοσηρή [[φαντασία]]»)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νοσηρώς</i> και -<i>ά</i> (Α νοσηρῶς)<br />με νοσηρό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόσος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> [[μοχθηρός]], [[οδυνηρός]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 10:38, 25 August 2023
English (LSJ)
ά, όν, diseased, ὀστέον νοσηρότερον (v.l. νοσηλότερον) Hp.Art.50; unhealthy, χωρία X.Cyr.1.6.16; unwholesome, ὕδωρ Plu.2.974c, cf. Hp.Oct.12. Adv. Comp. νοσηρότερον v.l. for νοσηλότερον (q.v.).
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
qui rend malade, malsain, insalubre.
Étymologie: νόσος.
German (Pape)
krank machend, bes. von Gegenden, ungesund; Xen. Cyr. 1.6.16; Plut.
Russian (Dvoretsky)
νοσηρός: вредный для здоровья, нездоровый (τὰ χωρία Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
νοσηρός: -ά, -όν, ὡς τὸ νοσερός, νοσώδης, ἐπιβλαβὴς εἰς τὴν ὑγείαν, ἐπὶ συμπτωμάτων, Ἱππ. Ἀφ. 1256· ἐπὶ τόπων, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 16.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α νοσηρός, -ά, -όν)
1. αυτός που είναι βλαβερός για την υγεία, αυτός που προξενεί ασθένεια («νοσηρὸν ὕδωρ», Πλούτ.)
2. αυτός που έχει την τάση να αρρωσταίνει, ασθενικός, φιλάσθενος
νεοελλ.
μτφ. επιβλαβής ή βεβαρυμένος με μη υγιά στοιχεία, αρρωστημένος (α. «νοσηρή κατάσταση» β. «νοσηρή φαντασία»)
επίρρ...
νοσηρώς και -ά (Α νοσηρῶς)
με νοσηρό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + κατάλ. -ηρός (πρβλ. μοχθηρός, οδυνηρός)].
Greek Monotonic
νοσηρός: -ά, -όν, όπως το νοσερός, αρρωστημένος, βλαβερός για την υγεία, λέγεται για συμπτώματα, σε Ξεν.