ἀναφύρω: Difference between revisions
κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anafyro | |Transliteration C=anafyro | ||
|Beta Code=a)nafu/rw | |Beta Code=a)nafu/rw | ||
|Definition=[ῡ], < | |Definition=[ῡ],<br><span class="bld">A</span> [[mix up]], [[confound]], τινάς τισι Them.''Or.''21.260c:—Pass., ἀναμὶξ ἦν πάντα ὁμοίως ἀναπεφυρμένα Hdt.1.103, cf. Epicur.''Fr.''250, Metrod.1.<br><span class="bld">2</span> [[defile]], μάστιξι καὶ αἵματι ἀναπεφυρμένος Hdt.3.157, cf. E.''Ba.''742. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:42, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῡ],
A mix up, confound, τινάς τισι Them.Or.21.260c:—Pass., ἀναμὶξ ἦν πάντα ὁμοίως ἀναπεφυρμένα Hdt.1.103, cf. Epicur.Fr.250, Metrod.1.
2 defile, μάστιξι καὶ αἵματι ἀναπεφυρμένος Hdt.3.157, cf. E.Ba.742.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ῡ-]
1 embadurnar, manchar αἵματι ἀναπεφυρμένος Hdt.3.157, cf. E.Ba.742.
2 mezclar, confundir c. ac. y dat. τοὺς μανθάνοντας τοῖς δικαζομένοις Them.Or.21.260c, cf. Chrys.M.58.743
•en v. pas. πρὸ τοῦ δὲ ἀναμὶξ ἦν πάντα ὁμοίως ἀναπεφυρμένα Hdt.1.103, cf. Epicur.Fr.[152], Metrod.1.
German (Pape)
[Seite 214] dass., ἀναμὶξ πάντα ἦν ἀναπεφυρμένα Her. 1, 103; besudeln, αἵματι Eur. Bacch. 841; Her. 3, 157; πρός τι, vermengt mit, Plut. Dion. 41.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. Act. et part. pf. Pass.
mélanger, confondre ; Pass. être confondu pêle-mêle ; μάστιξι καὶ αἵματι ἀναπεφυρμένος HDT tout couvert de traces de coups de fouet et de sang.
Étymologie: ἀνά, φύρω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναφύρω: [ῡ], ἀναμιγνύω, συγχέω, «ἀναφύρειν τοὺς μανθάνοντας τοῖς δικαζομένοις» Θεμιστ. 260C: - Παθ., ἀναμὶξ ἦν πάντα ὁμοίως ἀναπεφυρμένα Ἡρόδ. 1. 103. 2) μιαίνω, μάστιξι καὶ αἵματι ἀναπεφυρμένος, κατάμαυρος ἀπὸ μαστιγώσεις καὶ βουτηγμένος εἰς τὸ αἷμα, ὁ αὐτ. 3. 157, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 742.
Greek Monolingual
ἀναφυρῶ (-άω) (AM) φυρώ
αναμιγνύω, ανακατώνω καλά, ζυμώνω.
(Α ἀναφύρω) φύρω
1. αναμιγνύω, συγχέω, μπερδεύω
2. κηλιδώνω, μιαίνω, μολύνω.
Greek Monotonic
ἀναφύρω: [ῡ], μέλ. -φύρσω,
1. ανακατεύω, συγχέω — Παθ., ἦν πάντα ἀναπεφυρμένα, σε Ηρόδ.
2. μιαίνω, μολύνω, αἵματι ἀναπεφυρμένος, στον ίδ.
Middle Liddell
1. to mix up, confound:— Pass., ἦν πάντα ἀναπεφυρμένα Hdt.
2. to defile, αἵματι ἀναπεφυρμένος Hdt.
Translations
mix
Arabic: خَلَطَ, مَزَجَ; Egyptian Arabic: خلط; Armenian: խառնել; Aromanian: meastic, ameastic, mintescu; Assamese: মিহলা, মিহলোৱা; Asturian: amestar; Azerbaijani: qarışdırmaq; Belarusian: змешваць, змяшаць, мяшаць; Bulgarian: забъ́рквам, забъ́ркам, разбъ́рквам, разбъ́ркам, бъ́ркам, смесвам, смеся; Burmese: နယ်, မွှေ, စရနယ်; Catalan: barrejar, mesclar; Cherokee: ᎠᏑᎨᎭ; Chinese Cantonese: 混合, 溝, 撈; Mandarin: 混合; Czech: míchat, smíchat, mísit, smísit; Danish: blande, mikse, røre; Dutch: mengen; Esperanto: miksi; Estonian: segama; Finnish: sekoittaa; French: mélanger; Friulian: miscliçâ, messedâ, misturâ; Georgian: არევა; German: mischen, vermischen, vermengen, mixen; Greek: αναδεύω, ανακατώνω, ανακατεύω, αναμειγνύω, αναμιγνύω; Ancient Greek: ἀματίζω, ἀμφικυκάω, ἀναδεύω, ἀνακεράννυμι, ἀνακίρναμαι, ἀνακιρνάω, ἀνακίρνημι, ἀνακυκάω, ἀναλαμβάνω, ἀναμείγνυμι, ἀναμίσγω, ἀναφορύσσω, ἀναφυράω, ἀναφύρω, δεύω, διακεράννυμι, διαμιγνύω, διασυγχέω, διαφυράω, διαφύρω, διηθέω, ἐγκατακεράννυμι, ἐγκαταμείγνυμι, ἐγκαταμίσγω, ἐγκεράννυμι, ἐγκεραννύω, ἐγκεράω, ἐγκίρνημι, ἐγκυκάω, εἰσκεραννύω, εἰσφύρω, ἐμμείγνυμι, ἐμφυράω, ἐνιμίσγω, ἑνόω, ἐνστύφω, κατακεράννυμι, κεράννυμι, κιρνάω, κίρνημι, κιρνῶ, κυκάω, κυκῶ, κυρκανάω, κυρκανῶ, μείγνυμι, μειγνύω, μίγνυμι, μιγνύω, παραχραίνω, περιπλέκω, προσκατακυκάω, προσκατακυκῶ, συγκεράννυμι, συμπλέκω, ταράσσω, ταράττω, φύρω; Hindi: मिलाना; Hungarian: kever; Icelandic: blanda; Indonesian: mencampurkan; Interlingua: miscer; Irish: measc; Italian: mischiare, mixare, mescolare; Japanese: 混ぜる; Javanese: nyampur; Kazakh: араластыру; Khmer: កូរ, លាយ; Korean: 섞다; Kurdish Central Kurdish: تێکەڵ بکە; Kyrgyz: аралаштыруу; Ladin: mescedèr; Ladino: karishtrear, mesklar; Lao: ປະສົມ; Latgalian: maiseit; Latin: misceo, remisceo; Latvian: maisīt; Lithuanian: maišyti; Low German German Low German: mengen; Macedonian: меша, измеша, помеша; Maori: ranu, whakaranu, whāranu, natu, miki; Maranao: sambor; Mongolian: холих; Cyrillic: хутгалдах; Norman: mêler; Norwegian Bokmål: blande, mikse; Occitan: barrejar, mesclar; Old East Slavic: мѣшати; Old English: menġan; Persian: آمیختن; Polish: mieszać, zmieszać, bełtać, zbełtać; Portuguese: misturar; Romanian: amesteca, mesteca; Romansch: maschadar, mischedar, masdar, masder; Russian: смешивать, смешать, мешать, помешать, размешать; Sanskrit: श्रीणाति; Sardinian: ammasturai; Scottish Gaelic: measg; Serbo-Croatian Cyrillic: мешати, помешати, мијешати, помијешати; Roman: méšati, poméšati, mijéšati, pomijéšati; Sicilian: mmiscari, miscari, ammiscari; Slovak: miešať, zmiešať, zmiešavať; Slovene: mešati, zmešati; Somali: qasid; Spanish: mezclar; Swedish: blanda; Tajik: омехтан, аралаш кардан, қатӣ кардан; Thai: ผสม; Tocharian B: triw-; Turkish: karıştırmak; Ugaritic: 𐎎𐎒𐎋; Ukrainian: змі́шувати, змішати, мішати; Urdu: ملانا; Uzbek: aralashtirmoq; Venetian: misciar, misiar, mesedar; Vietnamese: pha; Walloon: maxhî; Yiddish: מישן