νεώσοικος: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι γὰρ ὁ φίλος ἄλλος αὐτός → a friend, you see, is another self

Source
(CSV import)
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=neosoikos
|Transliteration C=neosoikos
|Beta Code=new/soikos
|Beta Code=new/soikos
|Definition=ὁ, (ναῦς, οἶκος) [[dock]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>96</span>: mostly in plural, [[shipsheds]], [[slips]], in which ships might be built, repaired, or laid up in winter, <span class="bibl">Hdt.3.45</span>, <span class="bibl">Cratin.197</span>, <span class="bibl">And.3.7</span>, <span class="bibl">Th.7.25</span>,<span class="bibl">64</span>, <span class="bibl">Lys.30.22</span>, <span class="title">IG</span>22.505.14: divisim, ἐν Πειραιεῖ νεώς εἰσιν οἶκοι <span class="bibl">Paus.1.29.16</span>.
|Definition=ὁ, ([[ναῦς]], [[οἶκος]]) [[dock]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''96: mostly in plural, [[shipsheds]], [[slips]], in which ships might be built, repaired, or laid up in winter, Hdt.3.45, Cratin.197, And.3.7, Th.7.25,64, Lys.30.22, ''IG''22.505.14: divisim, ἐν Πειραιεῖ νεώς εἰσιν οἶκοι Paus.1.29.16.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:42, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεώσοικος Medium diacritics: νεώσοικος Low diacritics: νεώσοικος Capitals: ΝΕΩΣΟΙΚΟΣ
Transliteration A: neṓsoikos Transliteration B: neōsoikos Transliteration C: neosoikos Beta Code: new/soikos

English (LSJ)

ὁ, (ναῦς, οἶκος) dock, Ar.Ach.96: mostly in plural, shipsheds, slips, in which ships might be built, repaired, or laid up in winter, Hdt.3.45, Cratin.197, And.3.7, Th.7.25,64, Lys.30.22, IG22.505.14: divisim, ἐν Πειραιεῖ νεώς εἰσιν οἶκοι Paus.1.29.16.

Russian (Dvoretsky)

νεώσοικος: ὁ (почти всегда в pl., Arph. sing.) помещение для корабля в верфи, эллинг Her., Thuc. etc.

Greek (Liddell-Scott)

νεώσοικος: ὁ, (νεώς, οἶκος) νεώριον, ἢ περὶ ἄκραν κάμπτων νεώσοικον σκοπεῖς; Ἀριστοφ. Ἀχ. 96: ― τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. «νεώσοικοι, οἰκήματα παρὰ τῇ θαλάσσῃ οἰκοδομούμενα εἰς ὑποδοχὴν νεῶν, ὅτε μὴ θαλαττεύοιεν» (Σουΐδ.). Ἐν τοῖς νεωσοίκοις ἔμενον αἱ νῆες νενεωλκημέναι κατὰ τὸν χειμῶνα καὶ ἐν αὐτοῖς ἐπεσκευάζοντο, ἐνίοτε δὲ καὶ ἐναυπηγοῦντο νῆες ἐν αὐτοῖς, καθότι οἱ νεώσοικοι ἀπετέλουν μέρος τοῦ νεωρίου, ναυστάθμου, Ἡρόδ. 3. 45, Κρατῖν. ἐν «Πυτίνῃ» 12, Ἀνδοκ. 24. 21, Θουκ. 7. 25, 64, Λυσ. 185. 20· διῃρημένως, ἐν Πειραιεῖ νεώς εἰσιν οἶκοι Παυσ. 1. 29, 16.

Greek Monolingual

ο (Α νεώσοικος)
προστατευμένος χερσαίος χώρος κοντά στην ακτή μέσα στον οποίο προφυλάγονταν από τις κακές καιρικές συνθήκες και άλλους κινδύνους μικρά σκάφη μετά από την ανέλκυσή τους στην ξηρά
αρχ.
νεώριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νεώς «πλοίο» + οἶκος.

Greek Monotonic

νεώσοικος: ὁ (ναῦς, οἶκος), νεώριο, ναύσταθμος, ναυπηγείο, σε Αριστοφ.· στον πληθ., στέγαστρα, ράμπες ναυπηγείου, ναυπηγεία, χτίσματα δίπλα στη θάλασσα, στα οποία ήταν δυνατή η κατασκευή, επισκευή ή στάθμευση πλοίων και τα οποία ήταν παραρτήματα του νεωρίου, σε Ηρόδ., Θουκ.

Middle Liddell

νεώσ-οικος, ναῦς, οἶκος
a dock, Ar.:—in pl. sheds, slips, docks, in which ships might be built, repaired, or laid up, being parts of the νεώριον, Hdt., Thuc.

Mantoulidis Etymological

ὁ (=ναύσταθμος). Ἀπό τό ναῦς -νεώς + οἶκος τοῦ οἰκέω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη ναῦς.