μοχθίζω: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστεθηρίονθεός → a man who is incapable of entering into partnership, or who is so self-sufficing that he has no need to do so, is no part of a state, so that he must be either a lower animal or a god | whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Source
(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(26 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mochthizo
|Transliteration C=mochthizo
|Beta Code=moxqi/zw
|Beta Code=moxqi/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[μοχθέω]], περὶ χρήμασι μ. <b class="b2">toil</b> for money, <span class="bibl">Pi.<span class="title">Fr.</span>123.6</span>; <b class="b3">ἕλκεϊ μοχθίζοντα . . ὕδρου</b> <b class="b2">suffering</b> from the wound... <span class="bibl">Il.2.723</span>; δαίμονι δειλῷ μ. <span class="bibl">Thgn.164</span>; φθειρσὶ μ. <span class="bibl">Archil.137</span>; ἐτώσια μ. <span class="bibl">Theoc.1.38</span>, <span class="bibl">7.48</span>; μόχθους μ. <span class="bibl">Mosch.4.44</span>: abs., <span class="bibl">Orph.<span class="title">A.</span> 1071</span>.</span>
|Definition== [[μοχθέω]], περὶ χρήμασι μ. [[toil]] for money, Pi.''Fr.''123.6; <b class="b3">ἕλκεϊ μοχθίζοντα… ὕδρου</b> [[suffering]] from the wound... Il.2.723; δαίμονι δειλῷ μ. Thgn.164; φθειρσὶ μ. Archil.137; ἐτώσια μ. Theoc.1.38, 7.48; μόχθους μ. Mosch.4.44: abs., Orph.''A.'' 1071.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0212.png Seite 212]] = [[μοχθέω]]; ἕλκεϊ μοχθίζοντα κακῷ, an schlimmer Wunde leiden, Il. 2, 723; μοχθίζει περὶ χρήμασι, Pind. frg. 88, 2; δαίμονι δειλῷ, mit Unglück zu kämpfen haben, Theogn. 164; auch sp. D., wie Theocr., 38.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />souffrir : τινί <i>ou</i> τι de qch.<br />'''Étymologie:''' [[μόχθος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μοχθίζω:''' (только praes.)<br /><b class="num">1</b> [[страдать]], [[мучиться]] (ἕλκεϊ κακῷ Hom.): μ. [[ἐτώσια]] Theocr. напрасно мучиться;<br /><b class="num">2</b> [[усиленно трудиться]], [[напряженно работать]] (περὶ χρήμασι Pind.).
}}
{{ls
|lstext='''μοχθίζω''': [[μοχθέω]], μ. περὶ χρήμασι Πινδ. Ἀποσπ. 88· ἕλκεϊ μοχθίζοντα κακῷ ὀλοόφρονος ὕδρου, ταλαιπωρούμενον ἐκ τοῦ δήγματος τοῦ ὀλεθρίου ὕδρου, Ἰλ. Β. 723· μ. δαίμονι φαύλῳ Θέογν. 164· φθειρσὶ μ. Ἀρχίλ. 125· ἐτώσια μ. Θεόκρ. 1. 38., 7. 48· μόχθους μ. Μόσχ. 4. 44.
}}
{{Autenrieth
|auten== [[μοχθέω]], Il. 2.723†.
}}
{{Slater
|sltr=[[μοχθίζω]] [[labour]] περὶ χρήμασι μοχθίζει [[βιαίως]] (''[[sc.]]'' the [[ambitious]] [[man]]) fr. 123. 7.
}}
{{grml
|mltxt=[[μοχθίζω]] (Α) [[μόχθος]]<br />[[υφίσταμαι]] μόχθους, κόπους, [[υποφέρω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μοχθίζω:''' = [[μοχθέω]], [[υποφέρω]], <i>ἕλκει μοχθίζοντα ὕδρου</i>, υποφέρει από [[τσίμπημα]] νερόφιδου, σε Ομήρ. Ιλ.· [[μοχθίζω]] δαίμονι φαύλῳ, σε Θέογν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μοχθίζω]], = [[μοχθέω]]<br />to [[suffer]], ἕλκει μοχθίζοντα ὕδρου [[suffering]] by its [[sting]], Il.; μ. δαίμονι φαύλῳ Theogn.
}}
}}

Latest revision as of 10:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοχθίζω Medium diacritics: μοχθίζω Low diacritics: μοχθίζω Capitals: ΜΟΧΘΙΖΩ
Transliteration A: mochthízō Transliteration B: mochthizō Transliteration C: mochthizo Beta Code: moxqi/zw

English (LSJ)

= μοχθέω, περὶ χρήμασι μ. toil for money, Pi.Fr.123.6; ἕλκεϊ μοχθίζοντα… ὕδρου suffering from the wound... Il.2.723; δαίμονι δειλῷ μ. Thgn.164; φθειρσὶ μ. Archil.137; ἐτώσια μ. Theoc.1.38, 7.48; μόχθους μ. Mosch.4.44: abs., Orph.A. 1071.

German (Pape)

[Seite 212] = μοχθέω; ἕλκεϊ μοχθίζοντα κακῷ, an schlimmer Wunde leiden, Il. 2, 723; μοχθίζει περὶ χρήμασι, Pind. frg. 88, 2; δαίμονι δειλῷ, mit Unglück zu kämpfen haben, Theogn. 164; auch sp. D., wie Theocr., 38.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
souffrir : τινί ou τι de qch.
Étymologie: μόχθος.

Russian (Dvoretsky)

μοχθίζω: (только praes.)
1 страдать, мучиться (ἕλκεϊ κακῷ Hom.): μ. ἐτώσια Theocr. напрасно мучиться;
2 усиленно трудиться, напряженно работать (περὶ χρήμασι Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

μοχθίζω: μοχθέω, μ. περὶ χρήμασι Πινδ. Ἀποσπ. 88· ἕλκεϊ μοχθίζοντα κακῷ ὀλοόφρονος ὕδρου, ταλαιπωρούμενον ἐκ τοῦ δήγματος τοῦ ὀλεθρίου ὕδρου, Ἰλ. Β. 723· μ. δαίμονι φαύλῳ Θέογν. 164· φθειρσὶ μ. Ἀρχίλ. 125· ἐτώσια μ. Θεόκρ. 1. 38., 7. 48· μόχθους μ. Μόσχ. 4. 44.

English (Autenrieth)

= μοχθέω, Il. 2.723†.

English (Slater)

μοχθίζω labour περὶ χρήμασι μοχθίζει βιαίως (sc. the ambitious man) fr. 123. 7.

Greek Monolingual

μοχθίζω (Α) μόχθος
υφίσταμαι μόχθους, κόπους, υποφέρω.

Greek Monotonic

μοχθίζω: = μοχθέω, υποφέρω, ἕλκει μοχθίζοντα ὕδρου, υποφέρει από τσίμπημα νερόφιδου, σε Ομήρ. Ιλ.· μοχθίζω δαίμονι φαύλῳ, σε Θέογν.

Middle Liddell

μοχθίζω, = μοχθέω
to suffer, ἕλκει μοχθίζοντα ὕδρου suffering by its sting, Il.; μ. δαίμονι φαύλῳ Theogn.