κάρος: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=karos
|Transliteration C=karos
|Beta Code=ka/ros
|Beta Code=ka/ros
|Definition=[ᾰ], ὁ, [[heavy sleep]], [[torpor]], κ. καὶ κραιπάλη <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>873b14</span>, cf. <span class="bibl">A.R.2.203</span>, Phld.<span class="title">D.</span>1.18, <span class="bibl">Str.16.4.19</span>, <span class="bibl">Max.Tyr.16.1</span>, Gal.8.231; κάρῳ προσφερὴς κατάληψις <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Myst.</span>3.2</span>: pl., μελαγχολίαι καὶ κάροι καὶ λήθαργοι <span class="title">Stoic.</span>3.57; [[drowsiness]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Am.</span>39</span>.
|Definition=[ᾰ], ὁ, [[heavy sleep]], [[torpor]], κ. καὶ κραιπάλη Arist.''Pr.''873b14, cf. A.R.2.203, Phld.''D.''1.18, Str.16.4.19, Max.Tyr.16.1, Gal.8.231; κάρῳ προσφερὴς κατάληψις Iamb.''Myst.''3.2: pl., μελαγχολίαι καὶ κάροι καὶ λήθαργοι ''Stoic.''3.57; [[drowsiness]], Luc.''Am.''39.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κάρος -ου, ὁ [κάρα] [[bewusteloosheid]], [[lethargie]]:. οὐ τὸν ὑπνηλὸν ἀπονιψάμεναι κάρον ze wassen niet de slaperige sloomheid weg Luc. 49.39.
|elnltext=κάρος -ου, ὁ [κάρα] [[bewusteloosheid]], [[lethargie]]:. οὐ τὸν ὑπνηλὸν ἀπονιψάμεναι κάρον ze wassen niet de slaperige sloomheid weg Luc. 49.39.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάρος Medium diacritics: κάρος Low diacritics: κάρος Capitals: ΚΑΡΟΣ
Transliteration A: káros Transliteration B: karos Transliteration C: karos Beta Code: ka/ros

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, heavy sleep, torpor, κ. καὶ κραιπάλη Arist.Pr.873b14, cf. A.R.2.203, Phld.D.1.18, Str.16.4.19, Max.Tyr.16.1, Gal.8.231; κάρῳ προσφερὴς κατάληψις Iamb.Myst.3.2: pl., μελαγχολίαι καὶ κάροι καὶ λήθαργοι Stoic.3.57; drowsiness, Luc.Am.39.

German (Pape)

[Seite 1328] τό u. ὁ, tiefer Schlaf u. Starrsucht, Medic.; ἐν κάρῳ κείμενος Strab. XI, 8, 5; κάρος ἐπέπεσεν αὐτῷ Hdn. 1, 17, 20; ὑπνώδης, neben καταφορά, Plut. Anton. 72; der Schwindel, κάρος δέ μιν ἀμφεκάλυψε πορφύρεος Ap. Rh. 2, 203, Schol. σκότωσις; vgl. Arist. probl. 3, 18; κάρον ἐμποιῶν καὶ ἔκλυσιν S. Emp. adv. mus. 22.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάρος -ου, ὁ [κάρα] bewusteloosheid, lethargie:. οὐ τὸν ὑπνηλὸν ἀπονιψάμεναι κάρον ze wassen niet de slaperige sloomheid weg Luc. 49.39.

Russian (Dvoretsky)

κάρος: (ᾰ) ὁ тяжелый сон, оцепенение (κ. καὶ κραιπάλη Arst.; κ. ὑπνώδης Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

κάρος: ᾰ, ὁ, βαρὺς ὕπνος, νάρκη, οἵα ἡ ἐπακολουθοῦσα τὴν μέθην, κάρος καὶ κραιπάλη Ἀριστ. Προβλ. 3. 17, 3· ὡσαύτως ἐξ ἄλλων αἰτιῶν, κάρος δέ μιν ἀμφεκάλυψεν πορφύρεος, γαῖαν δὲ πέριξ ἐδόκησε φέρεσθαι νειόθεν Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 203, Στράβ. 778. - Κατὰ Γαλην. (τ. 9. σ. 196), κυρίως λέγεται κάρος ἡ παντὸς τοῦ σώματος αἰφνίδιος ἀναισθησία τε καὶ ἀκινησία.

Greek Monolingual

κάρος, ὁ (Α)
καρώ
1. βαθύς ύπνος, νάρκη
2. ίλιγγος, σκοτοδίνη.