ἐπαμείβω: Difference between revisions
μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε → do not judge, or you will be judged | do not judge, lest you should be judged | judge not, that ye be not judged | judge not, that you be not judged | do not judge, so that you will not be judged | do not judge so that you will not be judged | do not judge lest you be judged | do not judge, so that you won't be judged | you shall not judge, lest you be judged | don't condemn others, and God won't condemn you | judge not, that you may not be judged | stop judging so that you will not be judged | do not judge others, so that God will not judge you
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epameivo | |Transliteration C=epameivo | ||
|Beta Code=e)pamei/bw | |Beta Code=e)pamei/bw | ||
|Definition=[[exchange]], [[barter]], τεύχεα δ' ἀλλήλοις ἐπαμείψομεν | |Definition=[[exchange]], [[barter]], τεύχεα δ' ἀλλήλοις ἐπαμείψομεν Il.6.230; φύσεις ἐ. Orph.''A.''422:—Med., [[come one after another]], [[come in turn to]], νικη δ' ἐπαμείβεται ἄνδρας Il.6.339; <b class="b3">ἐξαῦτις δ' ἑτέρους ἐπαμείψεται</b> (''[[sc.]]'' [[κήδεα]]) Archil.9.9. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:43, 25 August 2023
English (LSJ)
exchange, barter, τεύχεα δ' ἀλλήλοις ἐπαμείψομεν Il.6.230; φύσεις ἐ. Orph.A.422:—Med., come one after another, come in turn to, νικη δ' ἐπαμείβεται ἄνδρας Il.6.339; ἐξαῦτις δ' ἑτέρους ἐπαμείψεται (sc. κήδεα) Archil.9.9.
German (Pape)
[Seite 898] verwechseln, vertauschen; τεύχεα ἀλλήλοις Il. 6, 230; φύσεις Orph. Arg. 420. Sonst im med. wechselsweis hin- und hergehen, νίκη ἐπαμείβεται ἄνδρας, wechselt zwischen den Männern, Il. 6, 339; ἑτέρους ἐπαμείψεται Archil. frg. 48.
French (Bailly abrégé)
échanger : τεύχεα ἀλλήλοις IL ses armes les uns avec les autres;
Moy. ἐπαμείβομαι échoir alternativement à, acc..
Étymologie: ἐπί, ἀμείβω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπᾰμείβω:
1 обменивать, меняться: τεύχεα ἀλλήλοις ἐπαμείψομεν Hom. давай, обменяемся оружием друг с другом;
2 med. чередоваться, перемежаться: νίκη ἐπαμείβεται ἄνδρας Hom. победа достается то одним, то другим.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπᾰμείβω: μέλλ. -ψω, ἀνταλλάσω, τεύχεα δ’ ἀλλήλοις ἐπαμείψομεν Ἰλ. Ζ. 230· φύσεις ἐπ. Ὀρφ. Ἀργ. 420. - Μέσ., νίκη δ’ ἐπαμείβεται ἄνδρας, «ἡ νίκη δὲ ἐξ ἀμοιβῆς παραγίνεται, ἐναλλὰξ πρὸς ἄλλον χωροῦσα» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ζ. 339· ἐξαῦτις δ’ ἑτέρους ἐπαμείψεται (ἐξυπ. κήδεα), Ἀρχίλ. 8. 9.
English (Autenrieth)
aor. subj. ἐπαμείψομεν: give in exchange to, exchange with; ἀλλήλοις, Il. 6.230; mid., νῖκὴ δ' ἐπαμείβεται ἄνδρας, ‘passes from one man to another,’ Il. 6.339. (Il.)
Greek Monolingual
(Α ἐπαμείβω)
νεοελλ.
«επαμειβόμενον έπαλθον» — έπαθλο που ο κάτοχός του δεν δικαιούται να κρατήσει περισσότερο από μια αγωνιστική περίοδο, αλλά οφείλει να το παραδώσει, για να δοθεί στον νικητή της επόμενης περιόδου
αρχ.
1. ανταλλάσσω («τεύχεα δ' ἀλλήλοις ἐπαμείψομεν», Ομ. Ιλ.)
2. μέσ. εναλλάσσομαι, έρχομαι από τον έναν στον άλλο, έρχομαι αμέσως μετά από κάποιον άλλο («νίκη δ' ἐπαμείβεται ἄνδρας», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αμείβω «ανταλλάσσω»].
Greek Monotonic
ἐπᾰμείβω: μέλ. -ψω, ανταλλάσσω κάτι με κάτι άλλο, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., έρχομαι κατ' ακολουθία, έρχομαι διαδοχικά, στο ίδ.
Middle Liddell
fut. ψω
to exchange, barter, Il.:—Mid. to come one after another, come in turn to, Il.