Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπαμείβω: Difference between revisions

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
(Bailly1_2)
m (LSJ1 replacement)
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epameivo
|Transliteration C=epameivo
|Beta Code=e)pamei/bw
|Beta Code=e)pamei/bw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">exchange, barter</b>, τεύχεα δ' ἀλλήλοις ἐπαμείψομεν <span class="bibl">Il.6.230</span>; φύσεις ἐ. <span class="bibl">Orph.<span class="title">A.</span>422</span>:—Med., <b class="b2">come one after another, come in turn to</b>, νικη δ' ἐπαμείβεται ἄνδρας <span class="bibl">Il.6.339</span>; <b class="b3">ἐξαῦτις δ' ἑτέρους ἐπαμείψεται</b> (sc. <b class="b3">κήδεα</b>) <span class="bibl">Archil.9.9</span>.</span>
|Definition=[[exchange]], [[barter]], τεύχεα δ' ἀλλήλοις ἐπαμείψομεν Il.6.230; φύσεις ἐ. Orph.''A.''422:—Med., [[come one after another]], [[come in turn to]], νικη δ' ἐπαμείβεται ἄνδρας Il.6.339; <b class="b3">ἐξαῦτις δ' ἑτέρους ἐπαμείψεται</b> (''[[sc.]]'' [[κήδεα]]) Archil.9.9.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0898.png Seite 898]] verwechseln, vertauschen; τεύχεα ἀλλήλοις Il. 6, 230; φύσεις Orph. Arg. 420. Sonst im med. wechselsweis hin- und hergehen, [[νίκη]] ἐπαμείβεται ἄνδρας, wechselt zwischen den Männern, Il. 6, 339; ἑτέρους ἐπαμείψεται Archil. frg. 48.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0898.png Seite 898]] verwechseln, vertauschen; τεύχεα ἀλλήλοις Il. 6, 230; φύσεις Orph. Arg. 420. Sonst im med. wechselsweis hin- und hergehen, [[νίκη]] ἐπαμείβεται ἄνδρας, wechselt zwischen den Männern, Il. 6, 339; ἑτέρους ἐπαμείψεται Archil. frg. 48.
}}
{{bailly
|btext=échanger : τεύχεα ἀλλήλοις IL ses armes les uns avec les autres;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἐπαμείβομαι]] échoir alternativement à, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀμείβω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπᾰμείβω:'''<br /><b class="num">1</b> [[обменивать]], [[меняться]]: τεύχεα ἀλλήλοις ἐπαμείψομεν Hom. давай, обменяемся оружием друг с другом;<br /><b class="num">2</b> med. [[чередоваться]], [[перемежаться]]: [[νίκη]] ἐπαμείβεται ἄνδρας Hom. победа достается то одним, то другим.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπᾰμείβω''': μέλλ. -ψω, ἀνταλλάσω, τεύχεα δ’ ἀλλήλοις ἐπαμείψομεν Ἰλ. Ζ. 230· [[φύσεις]] ἐπ. Ὀρφ. Ἀργ. 420. - Μέσ., [[νίκη]] δ’ ἐπαμείβεται ἄνδρας, «ἡ [[νίκη]] δὲ ἐξ ἀμοιβῆς παραγίνεται, ἐναλλὰξ πρὸς ἄλλον χωροῦσα» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ζ. 339· [[ἐξαῦτις]] δ’ ἑτέρους ἐπαμείψεται (ἐξυπ. κήδεα), Ἀρχίλ. 8. 9.
|lstext='''ἐπᾰμείβω''': μέλλ. -ψω, ἀνταλλάσω, τεύχεα δ’ ἀλλήλοις ἐπαμείψομεν Ἰλ. Ζ. 230· [[φύσεις]] ἐπ. Ὀρφ. Ἀργ. 420. - Μέσ., [[νίκη]] δ’ ἐπαμείβεται ἄνδρας, «ἡ [[νίκη]] δὲ ἐξ ἀμοιβῆς παραγίνεται, ἐναλλὰξ πρὸς ἄλλον χωροῦσα» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ζ. 339· [[ἐξαῦτις]] δ’ ἑτέρους ἐπαμείψεται (ἐξυπ. κήδεα), Ἀρχίλ. 8. 9.
}}
}}
{{bailly
{{Autenrieth
|btext=échanger : τεύχεα ἀλλήλοις IL ses armes les uns avec les autres;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐπαμείβομαι échoir alternativement à, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀμείβω]].
|auten=aor. subj. ἐπαμείψομεν: [[give]] in [[exchange]] to, [[exchange]] [[with]]; ἀλλήλοις, Il. 6.230; [[mid]]., νῖκὴ δ' ἐπαμείβεται ἄνδρας, ‘passes [[from]] [[one]] [[man]] to [[another]],’ Il. 6.339. (Il.)
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[ἐπαμείβω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />«επαμειβόμενον έπαλθον» — έπαθλο που ο κάτοχός του δεν δικαιούται να κρατήσει περισσότερο από μια αγωνιστική περίοδο, [[αλλά]] οφείλει να το παραδώσει, για να δοθεί στον νικητή της επόμενης περιόδου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανταλλάσσω]] («τεύχεα δ' ἀλλήλοις ἐπαμείψομεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> εναλλάσσομαι, [[έρχομαι]] από τον έναν στον [[άλλο]], [[έρχομαι]] [[αμέσως]] [[μετά]] από κάποιον [[άλλο]] («[[νίκη]] δ' ἐπαμείβεται ἄνδρας», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[αμείβω]] «[[ανταλλάσσω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπᾰμείβω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[ανταλλάσσω]] [[κάτι]] με [[κάτι]] [[άλλο]], σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., [[έρχομαι]] κατ' [[ακολουθία]], [[έρχομαι]] διαδοχικά, στο ίδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to [[exchange]], [[barter]], Il.:—Mid. to [[come]] one [[after]] [[another]], [[come]] in [[turn]] to, Il.
}}
}}

Latest revision as of 10:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπᾰμείβω Medium diacritics: ἐπαμείβω Low diacritics: επαμείβω Capitals: ΕΠΑΜΕΙΒΩ
Transliteration A: epameíbō Transliteration B: epameibō Transliteration C: epameivo Beta Code: e)pamei/bw

English (LSJ)

exchange, barter, τεύχεα δ' ἀλλήλοις ἐπαμείψομεν Il.6.230; φύσεις ἐ. Orph.A.422:—Med., come one after another, come in turn to, νικη δ' ἐπαμείβεται ἄνδρας Il.6.339; ἐξαῦτις δ' ἑτέρους ἐπαμείψεται (sc. κήδεα) Archil.9.9.

German (Pape)

[Seite 898] verwechseln, vertauschen; τεύχεα ἀλλήλοις Il. 6, 230; φύσεις Orph. Arg. 420. Sonst im med. wechselsweis hin- und hergehen, νίκη ἐπαμείβεται ἄνδρας, wechselt zwischen den Männern, Il. 6, 339; ἑτέρους ἐπαμείψεται Archil. frg. 48.

French (Bailly abrégé)

échanger : τεύχεα ἀλλήλοις IL ses armes les uns avec les autres;
Moy. ἐπαμείβομαι échoir alternativement à, acc..
Étymologie: ἐπί, ἀμείβω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπᾰμείβω:
1 обменивать, меняться: τεύχεα ἀλλήλοις ἐπαμείψομεν Hom. давай, обменяемся оружием друг с другом;
2 med. чередоваться, перемежаться: νίκη ἐπαμείβεται ἄνδρας Hom. победа достается то одним, то другим.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπᾰμείβω: μέλλ. -ψω, ἀνταλλάσω, τεύχεα δ’ ἀλλήλοις ἐπαμείψομεν Ἰλ. Ζ. 230· φύσεις ἐπ. Ὀρφ. Ἀργ. 420. - Μέσ., νίκη δ’ ἐπαμείβεται ἄνδρας, «ἡ νίκη δὲ ἐξ ἀμοιβῆς παραγίνεται, ἐναλλὰξ πρὸς ἄλλον χωροῦσα» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ζ. 339· ἐξαῦτις δ’ ἑτέρους ἐπαμείψεται (ἐξυπ. κήδεα), Ἀρχίλ. 8. 9.

English (Autenrieth)

aor. subj. ἐπαμείψομεν: give in exchange to, exchange with; ἀλλήλοις, Il. 6.230; mid., νῖκὴ δ' ἐπαμείβεται ἄνδρας, ‘passes from one man to another,’ Il. 6.339. (Il.)

Greek Monolingual

ἐπαμείβω)
νεοελλ.
«επαμειβόμενον έπαλθον» — έπαθλο που ο κάτοχός του δεν δικαιούται να κρατήσει περισσότερο από μια αγωνιστική περίοδο, αλλά οφείλει να το παραδώσει, για να δοθεί στον νικητή της επόμενης περιόδου
αρχ.
1. ανταλλάσσω («τεύχεα δ' ἀλλήλοις ἐπαμείψομεν», Ομ. Ιλ.)
2. μέσ. εναλλάσσομαι, έρχομαι από τον έναν στον άλλο, έρχομαι αμέσως μετά από κάποιον άλλονίκη δ' ἐπαμείβεται ἄνδρας», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αμείβω «ανταλλάσσω»].

Greek Monotonic

ἐπᾰμείβω: μέλ. -ψω, ανταλλάσσω κάτι με κάτι άλλο, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., έρχομαι κατ' ακολουθία, έρχομαι διαδοχικά, στο ίδ.

Middle Liddell

fut. ψω
to exchange, barter, Il.:—Mid. to come one after another, come in turn to, Il.