πολυγηθής: Difference between revisions

From LSJ

Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib

Menander, Monostichoi, 324
m (Text replacement - "epith." to "epithet")
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polygithis
|Transliteration C=polygithis
|Beta Code=polughqh/s
|Beta Code=polughqh/s
|Definition=Dor. πολῠ-γᾱθής, ές, (γηθέω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">much-cheering, delightful, gladsome</b>, ὧραι <span class="bibl">Il.21.450</span>; Διώνυσος <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>941</span>, <span class="bibl"><span class="title">Op.</span>614</span>, cf. <span class="bibl">Pi.<span class="title">Fr.</span>29.5</span>; Διὸς εὐναί <span class="bibl">Id.<span class="title">P.</span>2.28</span>; ὀρχηθμός <span class="title">AP</span>9.189, etc.: also voc. <b class="b3">-γηθε</b> (as if from <b class="b3">-γηθος</b>) <span class="bibl">Orph.<span class="title">H.</span>10.10</span>.</span>
|Definition=Dor. [[πολυγαθής]], ές, ([[γηθέω]]) [[much-cheering]], [[delightful]], [[gladsome]], ὧραι Il.21.450; Διώνυσος Hes.''Th.''941, ''Op.''614, cf. Pi.''Fr.''29.5; Διὸς εὐναί Id.''P.''2.28; ὀρχηθμός ''AP''9.189, etc.: also voc. -γηθε (as if from -γηθος) Orph.''H.''10.10.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0660.png Seite 660]] ές, viel erfreuend; Ὧραι, Il. 21, 450; Hes. O. 612 [[Διώνυσος]], wie Th. 941; Pind. dor. [[πολυγαθής]], Διὸς εὐναί, P. 2, 28; Διωνύσου πολυγηθέα τιμάν, frg. 5; sp. D., [[ὀρχηθμός]] Ep. ad. 521 (IX, 189), [[ὄλβος]] Maneth. 2, 158.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0660.png Seite 660]] ές, viel erfreuend; Ὧραι, Il. 21, 450; Hes. O. 612 [[Διώνυσος]], wie Th. 941; Pind. dor. [[πολυγαθής]], Διὸς εὐναί, P. 2, 28; Διωνύσου πολυγηθέα τιμάν, frg. 5; sp. D., [[ὀρχηθμός]] Ep. ad. 521 (IX, 189), [[ὄλβος]] Maneth. 2, 158.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''πολυγηθής''': Δωρ. -γᾱθής, ές, ([[γηθέω]]) ὁ πολὺ τέρπων, εὐφραίνων, εὐφρόσυνος, [[φαιδρός]], Ὧραι Ἰλ. Φ. 450· [[Διώνυσος]] Ἡσ. Θ. 941, Ἔργ. κ. Ἡμ. 612, πρβλ. Πινδ. Ἀποσπ. 5. 5· Διὸς εὐναὶ Πινδ. Π. 2. 51· ὀρχηθμὸς Ἀνθ. Π. 9. 189, κτλ.
|btext=ής, ές :<br />[[qui cause une grande joie]].<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[γηθέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=πολυγηθής -ές, Dor. πολυγᾱθής &#91;[[πολύς]], [[γηθέω]]] [[vreugdevol]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ής, ές :<br />qui cause une grande joie.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[γηθέω]].
|elrutext='''πολυγηθής:''' дор. [[πολυγαθής|πολυγᾱθής]] 2 полный радости, радостный или радующий (Ὧραι Hom.; [[Διώνυσος]] Hes.; [[ὀρχηθμός]] Anth.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, και δωρ. τ. [[πολυγαθής]] και [[πολύγηθος]], -ον, Α<br />[[τερπνός]], [[ευχάριστος]] («πολυγηθὴς Διώνυσσος», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γηθής</i> / -<i>γηθος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γῆθος]], <i>τὸ</i> «[[χαρά]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-<i>γηθής</i>].
|mltxt=-ές, και δωρ. τ. [[πολυγαθής]] και [[πολύγηθος]], -ον, Α<br />[[τερπνός]], [[ευχάριστος]] («πολυγηθὴς Διώνυσσος», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γηθής</i> / -<i>γηθος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γῆθος]], <i>τὸ</i> «[[χαρά]]»), [[πρβλ]]. [[ευγηθής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολυγηθής:''' Δωρ. -γᾰθής, -ές ([[γηθέω]]), [[πολύ]] [[εύθυμος]], [[γοητευτικός]], [[θελκτικός]], [[σαγηνευτικός]], [[πολύ]] [[χαρούμενος]], εξαιρετικά [[ευχάριστος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
|lsmtext='''πολυγηθής:''' Δωρ. -γᾰθής, -ές ([[γηθέω]]), [[πολύ]] [[εύθυμος]], [[γοητευτικός]], [[θελκτικός]], [[σαγηνευτικός]], [[πολύ]] [[χαρούμενος]], εξαιρετικά [[ευχάριστος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πολυγηθής:''' дор. [[πολυγαθής|πολυγᾱθής]] 2 полный радости, радостный или радующий (Ὧραι Hom.; [[Διώνυσος]] Hes.; [[ὀρχηθμός]] Anth.).
|lstext='''πολυγηθής''': Δωρ. -γᾱθής, ές, ([[γηθέω]]) ὁ πολὺ τέρπων, εὐφραίνων, εὐφρόσυνος, [[φαιδρός]], Ὧραι Ἰλ. Φ. 450· [[Διώνυσος]] Ἡσ. Θ. 941, Ἔργ. κ. Ἡμ. 612, πρβλ. Πινδ. Ἀποσπ. 5. 5· Διὸς εὐναὶ Πινδ. Π. 2. 51· ὀρχηθμὸς Ἀνθ. Π. 9. 189, κτλ.
}}
{{elnl
|elnltext=πολυγηθής -ές, Dor. πολυγᾱθής [πολύς, γηθέω] vreugdevol.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολυ-γηθής, δοριξ πολυ-γᾱθής, ές [[γηθέω]]<br />[[much]]-[[cheering]], [[delightful]], [[gladsome]], Il., Hes.
|mdlsjtxt=πολυ-γηθής, δοριξ πολυ-γᾱθής, ές [[γηθέω]]<br />[[much]]-[[cheering]], [[delightful]], [[gladsome]], Il., Hes.
}}
}}

Latest revision as of 10:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠγηθής Medium diacritics: πολυγηθής Low diacritics: πολυγηθής Capitals: ΠΟΛΥΓΗΘΗΣ
Transliteration A: polygēthḗs Transliteration B: polygēthēs Transliteration C: polygithis Beta Code: polughqh/s

English (LSJ)

Dor. πολυγαθής, ές, (γηθέω) much-cheering, delightful, gladsome, ὧραι Il.21.450; Διώνυσος Hes.Th.941, Op.614, cf. Pi.Fr.29.5; Διὸς εὐναί Id.P.2.28; ὀρχηθμός AP9.189, etc.: also voc. -γηθε (as if from -γηθος) Orph.H.10.10.

German (Pape)

[Seite 660] ές, viel erfreuend; Ὧραι, Il. 21, 450; Hes. O. 612 Διώνυσος, wie Th. 941; Pind. dor. πολυγαθής, Διὸς εὐναί, P. 2, 28; Διωνύσου πολυγηθέα τιμάν, frg. 5; sp. D., ὀρχηθμός Ep. ad. 521 (IX, 189), ὄλβος Maneth. 2, 158.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui cause une grande joie.
Étymologie: πολύς, γηθέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυγηθής -ές, Dor. πολυγᾱθής [πολύς, γηθέω] vreugdevol.

Russian (Dvoretsky)

πολυγηθής: дор. πολυγᾱθής 2 полный радости, радостный или радующий (Ὧραι Hom.; Διώνυσος Hes.; ὀρχηθμός Anth.).

English (Autenrieth)

ές (γηθέω): much-rejoicing, ‘ever gay,’ epithet of the Horae, conceived as never ceasing from the choral dance, Il. 21.450†.

Greek Monolingual

-ές, και δωρ. τ. πολυγαθής και πολύγηθος, -ον, Α
τερπνός, ευχάριστος («πολυγηθὴς Διώνυσσος», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -γηθής / -γηθος (< γῆθος, τὸ «χαρά»), πρβλ. ευγηθής].

Greek Monotonic

πολυγηθής: Δωρ. -γᾰθής, -ές (γηθέω), πολύ εύθυμος, γοητευτικός, θελκτικός, σαγηνευτικός, πολύ χαρούμενος, εξαιρετικά ευχάριστος, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.

Greek (Liddell-Scott)

πολυγηθής: Δωρ. -γᾱθής, ές, (γηθέω) ὁ πολὺ τέρπων, εὐφραίνων, εὐφρόσυνος, φαιδρός, Ὧραι Ἰλ. Φ. 450· Διώνυσος Ἡσ. Θ. 941, Ἔργ. κ. Ἡμ. 612, πρβλ. Πινδ. Ἀποσπ. 5. 5· Διὸς εὐναὶ Πινδ. Π. 2. 51· ὀρχηθμὸς Ἀνθ. Π. 9. 189, κτλ.

Middle Liddell

πολυ-γηθής, δοριξ πολυ-γᾱθής, ές γηθέω
much-cheering, delightful, gladsome, Il., Hes.