ἀκοίτης: Difference between revisions
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akoitis | |Transliteration C=akoitis | ||
|Beta Code=a)koi/ths | |Beta Code=a)koi/ths | ||
|Definition= | |Definition=ἀκοίτου, ὁ, ([[ἀ-]] copul., [[κοίτη]], cf. [[Plato|Pl.]]''[[Cratylus|Cra.]]''405d) [[bedfellow]], [[husband]], Il.15.91, Od.5.120, Pi.''N.''5.28, S.''Tr.''525, E.''El.''166 (lyr.):—fem. [[ἄκοιτις]], ιος, ἡ, [[wife]], Il.3.138, B.5.169, A.''Pers.''684, etc.—Poet. words. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:47, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀκοίτου, ὁ, (ἀ- copul., κοίτη, cf. Pl.Cra.405d) bedfellow, husband, Il.15.91, Od.5.120, Pi.N.5.28, S.Tr.525, E.El.166 (lyr.):—fem. ἄκοιτις, ιος, ἡ, wife, Il.3.138, B.5.169, A.Pers.684, etc.—Poet. words.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): ἀκοίτας Pi.Fr.156.2
• Prosodia: [ᾰ-]
compañero de lecho esp. del marido σε φόβησε Κρόνου πάϊς ὅ τοι ἀκοίτης Il.15.91, cf. Od.21.88, Hes.Sc.9, h.Cer.363, B.10.9, Pi.N.5.28, S.Tr.525, E.Hec.937, A.R.4.1071, 1.617, Nonn.D.35.146
• gener. amante ἤν τίς τε φίλον ποιήσετ' ἀκοίτην Od.5.120, Ναΐδος ἀκοίτας Σιληνός Pi.Fr.156.2, Αἰγίσθῳ παρέλεκτο καὶ εἵλετο χείρον' ἀκοίτην Hes.Fr.176.6, cf. E.El.166, Nonn.D.4.192, 3.277.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
époux.
Étymologie: ἀ- cop., κοίτη.
German (Pape)
ου, ὁ (a copul. und κοίτη), Bettgenoß, Gatte, Hom. dreimal, als Versende, Il. 15.91 ὅς τοι ἀκοίτης, Od. 5.120 φίλον ποιήσετ' ἀκοίτην, 21.88 φίλον ὤλεσ' ἀκοίτην; – Pind. N. 5.28; Soph. Tr. 522 und sonst bei Dichtern.
Russian (Dvoretsky)
ἀκοίτης: ου ὁ муж, супруг Hom., Pind., Soph., Eur.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκοίτης: -ου, ὁ, (ᾰ ἀθροιστ. κοίτη· πρβλ. ἄλοχος), ὁ ὁμοκοίτης, σύνευνος, σύζυγος, Ἰλ. Ο. 91, Ὀδ. Ε. 120, Πινδ. Ν. 5. 51, Σοφ. Τρ. 525, Εὐρ.: ― θηλ. ἄκοιτις, ιος, ἡ, γυνή, σύζυγος, Ἰλ. Γ. 138, Πίνδ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 684, Σοφ., Εὐρ. ― Ποιητικαὶ λέξεις, Πρβλ. Πλάτ. Κρατ. 405C.
English (Autenrieth)
(κοίτη): husband, consort, spouse.
Greek Monolingual
ἀκοίτης, ο (θηλ. ἄκοιτις, -ιος) (Α)
αυτός που έχει την ίδια κοίτη, το ίδιο κρεβάτι με άλλον, ομόκλινος, σύζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- αθροιστ. + κοίτη «κλίνη», πρβλ. ἄλοχος.
Greek Monotonic
ἀκοίτης: -ουὁ (α αθροιστικό κοίτη, πρβλ. ἄλοχος), ομόκλινος, σύνευνος, αυτός που κοιμάται στο ίδιο κρεβάτι, σύζυγος· και θηλ. ἄκοιτις, -ιος, ἡ, σύζυγος, γυναίκα, σε Όμηρ. κ.λπ.
Middle Liddell
[α copulat.,, κοίτη, cf. ἄλοχος
a bedfellow, spouse, husband.
Frisk Etymology German
ἀκοίτης: -ου
{akoítēs}
Grammar: m.,
Meaning: Lagergenosse, Lagergenossin, Gatte, Gattin (ep. poet.)
Etymology: sekundär zu ἄκοιτις f. gebildet (s. Chantraine REGr. 59-60, 225f.). Von α copulativum und κοίτη oder κοῖτος Lager (zur Stammbildung Chantraine Formation 26ff. und 113f.; zum Akzent Schwyzer 385). S. κεῖμαι.
Page 1,54-55
Mantoulidis Etymological
(=σύζυγος). Ἀπό τό α άθροιστ. + κοίτη (τοῦ κεῖμαι). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρήμα κεῖμαι.