καταχθής: Difference between revisions
ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale
(13_2) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katachthis | |Transliteration C=katachthis | ||
|Beta Code=kataxqh/s | |Beta Code=kataxqh/s | ||
|Definition= | |Definition=καταχθές, ([[ἄχθος]])<br><span class="bld">A</span> [[loaded with]], καρποῖο Arat.1044; [[laden]], [[surcharged]], γαστήρ Nic.''Al.'' 322.<br><span class="bld">II</span> [[heavy]], λᾶαν [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 40.517. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1391.png Seite 1391]] ές, belastet womit, τινός, z. B. πρῖνοι καρποῖο καταχθέες Arat. 1044; absol., Nic. Al. 322. Bei Nonn. 40, 517 [[λᾶας]], lastend, schwer. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1391.png Seite 1391]] ές, belastet womit, τινός, z. B. πρῖνοι καρποῖο καταχθέες Arat. 1044; absol., Nic. Al. 322. Bei Nonn. 40, 517 [[λᾶας]], lastend, schwer. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κᾰταχθής''': -ές, ([[ἄχθος]]) [[κατάφορτος]], [[πλήρης]] ἔκ τινος, πρῖνοι καρποῖο κατ. Ἄρατ. 1044· καὶ ἀπολύτ., γαστὴρ κατ., πεπληρωμένη, Νικ. Ἀλ. 322· λᾶαν κ., βαρύν, Νόνν. Δ. 40. 517. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καταχθής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] από [[κάτι]], [[κατάφορτος]] («καταχθὴς καρποῖο», Άρατ.)<br /><b>2.</b> παραφορτωμένος<br /><b>3.</b> [[βαρύς]] («καταχθῆ [[λάαν]]» — [[βαριά]] [[πέτρα]], <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αχθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄχθος]] «[[βάρος]], [[φορτίο]]»), [[πρβλ]]. [[επαχθής]], [[υπεραχθής]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:48, 25 August 2023
English (LSJ)
καταχθές, (ἄχθος)
A loaded with, καρποῖο Arat.1044; laden, surcharged, γαστήρ Nic.Al. 322.
II heavy, λᾶαν Nonn. D. 40.517.
German (Pape)
[Seite 1391] ές, belastet womit, τινός, z. B. πρῖνοι καρποῖο καταχθέες Arat. 1044; absol., Nic. Al. 322. Bei Nonn. 40, 517 λᾶας, lastend, schwer.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰταχθής: -ές, (ἄχθος) κατάφορτος, πλήρης ἔκ τινος, πρῖνοι καρποῖο κατ. Ἄρατ. 1044· καὶ ἀπολύτ., γαστὴρ κατ., πεπληρωμένη, Νικ. Ἀλ. 322· λᾶαν κ., βαρύν, Νόνν. Δ. 40. 517.
Greek Monolingual
καταχθής, -ές (Α)
1. γεμάτος από κάτι, κατάφορτος («καταχθὴς καρποῖο», Άρατ.)
2. παραφορτωμένος
3. βαρύς («καταχθῆ λάαν» — βαριά πέτρα, Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -αχθής (< ἄχθος «βάρος, φορτίο»), πρβλ. επαχθής, υπεραχθής].