σηκάζω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
(Autenrieth)
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sikazo
|Transliteration C=sikazo
|Beta Code=shka/zw
|Beta Code=shka/zw
|Definition=(σηκός) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">shut up in a pen</b>, <b class="b3">καί νύ κε σήκασθεν</b> (for <b class="b3">ἐσηκάσθησαν</b>) κατὰ Ἴλιον ἠΰτε ἄρνες <span class="bibl">Il.8.131</span>; ὥσπερ ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span> 3.2.4</span>; σηκάζειν πυρούς τε καὶ ἀστάχυας κατ' ἀλωάς <span class="bibl">Orph.<span class="title">Fr.</span>268</span>.</span>
|Definition=([[σηκός]]) [[shut up in a pen]], <b class="b3">καί νύ κε σήκασθεν</b> (for [[ἐσηκάσθησαν]]) κατὰ Ἴλιον ἠΰτε ἄρνες Il.8.131; ὥσπερ ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες X.''HG'' 3.2.4; σηκάζειν πυρούς τε καὶ ἀστάχυας κατ' ἀλωάς Orph.''Fr.''268.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0873.png Seite 873]] einstallen, in einen Stall treiben u. einsperren; καὶ νύ κε σήκασθεν (ἐσηκάσθησαν) κατὰ Ἴλιον, ἠΰτε ἄρνες, Il. 8, 131; Xen. Hell. 3, 2, 4 ὥςπερ ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0873.png Seite 873]] einstallen, in einen Stall treiben u. einsperren; καὶ νύ κε σήκασθεν (ἐσηκάσθησαν) κατὰ Ἴλιον, ἠΰτε ἄρνες, Il. 8, 131; Xen. Hell. 3, 2, 4 ὥσπερ ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες.
}}
{{bailly
|btext=enfermer dans un parc <i>ou</i> [[dans une étable]], [[parquer]].<br />'''Étymologie:''' [[σηκός]].
}}
{{elnl
|elnltext=σηκάζω [σηκός] poët. aor. pass. 3 plur. σήκασθεν, opsluiten (binnen een omheining).
}}
{{elru
|elrutext='''σηκάζω:''' [[σηκός]] досл. загонять в стойло, перен. запирать ([[ὥσπερ]] ἐν αὐλίῳ Xen.); [[σήκασθεν]] (= ἐσηκάσθησαν) κατὰ [[Ἴλιον]] Hom. (троянцы) оказались (бы) запертыми в Илионе.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σηκάζω''': (σηκὸς) ὁδηγῶ εἰς μάνδρας καὶ [[κλείω]] ἐν αὐτῇ, [[ὅθεν]] [[καθόλου]], [[ἐγκλείω]] εἰς μάνδραν, «μανδρώνω», [[περικλείω]], σήκασθεν (ἀντὶ ἐσηκάσθησαν) κατὰ Ἴλιον, ἐκλείσθησαν, Ἰλ. Θ. 131· ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 4.
|lstext='''σηκάζω''': (σηκὸς) ὁδηγῶ εἰς μάνδρας καὶ [[κλείω]] ἐν αὐτῇ, [[ὅθεν]] [[καθόλου]], [[ἐγκλείω]] εἰς μάνδραν, «μανδρώνω», [[περικλείω]], σήκασθεν (ἀντὶ ἐσηκάσθησαν) κατὰ Ἴλιον, ἐκλείσθησαν, Ἰλ. Θ. 131· ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 4.
}}
{{bailly
|btext=enfermer dans un parc <i>ou</i> dans une étable, parquer.<br />'''Étymologie:''' [[σηκός]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[σηκός]]), [[pass]]. aor. 3 pl. [[σήκασθεν]]: [[pen]] up, Il. 8.131†.
|auten=([[σηκός]]), [[pass]]. aor. 3 pl. [[σήκασθεν]]: [[pen]] up, Il. 8.131†.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[σηκός]]<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[οδηγώ]] και [[κλείνω]] [[μέσα]] σε [[μάντρα]], [[μαντρώνω]] («[[ὥσπερ]] ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[περιφράσσω]] («σηκάζειν πυρούς τε καὶ ἀστάχυας κατ' ἀλωάς», <b>Ορφ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''σηκάζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[σηκός]]), [[εγκλείω]] σε περιφραγμένο χώρο, σε [[μαντρί]], [[μαντρώνω]] — Παθ., [[σήκασθεν]] (αντί <i>ἐσηκάσθησαν</i>) κατὰ [[Ἴλιον]], εγκλωβίστηκαν στο [[Ίλιον]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες</i>, σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σηκάζω]], fut. -σω [[σηκός]]<br />to [[shut]] up in a pen: Pass., [[σήκασθεν]] (for ἐσηκάσθησαν) κατὰ [[Ἴλιον]] were cooped up in [[Ilium]], Il.; ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες Xen.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[μαντρώνω]], [[περικλείω]]). Ἀπό τό [[σηκός]] (=[[μάντρα]], [[ἱερός]] [[περίβολος]]) πού παράγεται ἀπό τό [[σάττω]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 10:50, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σηκάζω Medium diacritics: σηκάζω Low diacritics: σηκάζω Capitals: ΣΗΚΑΖΩ
Transliteration A: sēkázō Transliteration B: sēkazō Transliteration C: sikazo Beta Code: shka/zw

English (LSJ)

(σηκός) shut up in a pen, καί νύ κε σήκασθεν (for ἐσηκάσθησαν) κατὰ Ἴλιον ἠΰτε ἄρνες Il.8.131; ὥσπερ ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες X.HG 3.2.4; σηκάζειν πυρούς τε καὶ ἀστάχυας κατ' ἀλωάς Orph.Fr.268.

German (Pape)

[Seite 873] einstallen, in einen Stall treiben u. einsperren; καὶ νύ κε σήκασθεν (ἐσηκάσθησαν) κατὰ Ἴλιον, ἠΰτε ἄρνες, Il. 8, 131; Xen. Hell. 3, 2, 4 ὥσπερ ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες.

French (Bailly abrégé)

enfermer dans un parc ou dans une étable, parquer.
Étymologie: σηκός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σηκάζω [σηκός] poët. aor. pass. 3 plur. σήκασθεν, opsluiten (binnen een omheining).

Russian (Dvoretsky)

σηκάζω: σηκός досл. загонять в стойло, перен. запирать (ὥσπερ ἐν αὐλίῳ Xen.); σήκασθεν (= ἐσηκάσθησαν) κατὰ Ἴλιον Hom. (троянцы) оказались (бы) запертыми в Илионе.

Greek (Liddell-Scott)

σηκάζω: (σηκὸς) ὁδηγῶ εἰς μάνδρας καὶ κλείω ἐν αὐτῇ, ὅθεν καθόλου, ἐγκλείω εἰς μάνδραν, «μανδρώνω», περικλείω, σήκασθεν (ἀντὶ ἐσηκάσθησαν) κατὰ Ἴλιον, ἐκλείσθησαν, Ἰλ. Θ. 131· ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 4.

English (Autenrieth)

(σηκός), pass. aor. 3 pl. σήκασθεν: pen up, Il. 8.131†.

Greek Monolingual

Α σηκός
(επικ. τ.)
1. οδηγώ και κλείνω μέσα σε μάντρα, μαντρώνωὥσπερ ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες», Ξεν.)
2. περιφράσσω («σηκάζειν πυρούς τε καὶ ἀστάχυας κατ' ἀλωάς», Ορφ.).

Greek Monotonic

σηκάζω: μέλ. -σω (σηκός), εγκλείω σε περιφραγμένο χώρο, σε μαντρί, μαντρώνω — Παθ., σήκασθεν (αντί ἐσηκάσθησαν) κατὰ Ἴλιον, εγκλωβίστηκαν στο Ίλιον, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες, σε Ξεν.

Middle Liddell

σηκάζω, fut. -σω σηκός
to shut up in a pen: Pass., σήκασθεν (for ἐσηκάσθησαν) κατὰ Ἴλιον were cooped up in Ilium, Il.; ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες Xen.

Mantoulidis Etymological

(=μαντρώνω, περικλείω). Ἀπό τό σηκός (=μάντρα, ἱερός περίβολος) πού παράγεται ἀπό τό σάττω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.