ὁμόδρομος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omodromos
|Transliteration C=omodromos
|Beta Code=o(mo/dromos
|Beta Code=o(mo/dromos
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[running the same course with]], τῷ ἡλίῳ <span class="bibl">Pl.<span class="title">Epin.</span>987b</span>, cf. Plu.2.1029b : c. gen., <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>1.250</span> : abs., [[πορείη]] ib.<span class="bibl">48.318</span>. Adv. -μως <span class="bibl">Tz.<span class="title">H.</span>10.537</span>.</span>
|Definition=ὁμόδρομον, [[running the same course with]], τῷ ἡλίῳ Pl.''Epin.''987b, cf. Plu.2.1029b: c. gen., [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 1.250: abs., [[πορείη]] ib.48.318. Adv. [[ὁμοδρόμως]] Tz.''H.''10.537.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0334.png Seite 334]] zusammenlaufend, denselben Lauf ha-bend, ἡλίῳ, Plat. Epin. 987 b.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0334.png Seite 334]] zusammenlaufend, denselben Lauf ha-bend, ἡλίῳ, Plat. Epin. 987 b.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />dont la course est la même <i>ou</i> aussi rapide.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[δραμεῖν]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμόδρομος:''' [[совершающий совместный путь]]: ὁ. ἡλίῳ Plat. двигающийся вместе с солнцем.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμόδρομος''': -ον, ὁ τρέχων [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τῷ ἡλίῳ Πλάτ. Ἐπινομ. 987Β, πρβλ. Πλούτ. 2. 1029Α. ― Ἐπίρρ. -μως, Τζέτζ.
|lstext='''ὁμόδρομος''': -ον, ὁ τρέχων [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τῷ ἡλίῳ Πλάτ. Ἐπινομ. 987Β, πρβλ. Πλούτ. 2. 1029Α. ― Ἐπίρρ. -μως, Τζέτζ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />dont la course est la même <i>ou</i> aussi rapide.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[δραμεῖν]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁμόδρομος]], -ον)<br />αυτός που συμβαδίζει ή τρέχει [[μαζί]] με καποιον [[άλλο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> (για [[φυλλοταξία]]) αυτή που ακολουθεί την [[ίδια]] [[κατεύθυνση]]<br /><b>2.</b> (για μοχλό) αυτός στον οποίο η [[αντίσταση]] και η [[δύναμη]] εφαρμόζονται στον ίδιο μοχλοβραχίονα σε [[σχέση]] με το [[υπομόχλιο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὁμοδρόμως</i> (Μ)<br />(για [[ουράνιο]] [[σώμα]]) στην [[ίδια]] [[τροχιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δρομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>δρομος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁμόδρομος]], -ον)<br />αυτός που συμβαδίζει ή τρέχει [[μαζί]] με καποιον [[άλλο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> (για [[φυλλοταξία]]) αυτή που ακολουθεί την [[ίδια]] [[κατεύθυνση]]<br /><b>2.</b> (για μοχλό) αυτός στον οποίο η [[αντίσταση]] και η [[δύναμη]] εφαρμόζονται στον ίδιο μοχλοβραχίονα σε [[σχέση]] με το [[υπομόχλιο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὁμοδρόμως</i> (Μ)<br />(για [[ουράνιο]] [[σώμα]]) στην [[ίδια]] [[τροχιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δρομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]]), [[πρβλ]]. [[πολύδρομος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁμόδρομος:''' -ον ([[δραμεῖν]]), αυτός που τρέχει την [[ίδια]] [[διαδρομή]] με, <i>τινι</i>, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ὁμόδρομος:''' -ον ([[δραμεῖν]]), αυτός που τρέχει την [[ίδια]] [[διαδρομή]] με, <i>τινι</i>, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμόδρομος:''' совершающий совместный путь: ὁ. ἡλίῳ Plat. двигающийся вместе с солнцем.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὁμό-δρομος, ον, [[δραμεῖν]]<br />[[running]] the [[same]] [[course]] with τινι Plat.
|mdlsjtxt=ὁμό-δρομος, ον, [[δραμεῖν]]<br />[[running]] the [[same]] [[course]] with τινι Plat.
}}
}}

Latest revision as of 10:52, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόδρομος Medium diacritics: ὁμόδρομος Low diacritics: ομόδρομος Capitals: ΟΜΟΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: homódromos Transliteration B: homodromos Transliteration C: omodromos Beta Code: o(mo/dromos

English (LSJ)

ὁμόδρομον, running the same course with, τῷ ἡλίῳ Pl.Epin.987b, cf. Plu.2.1029b: c. gen., Nonn. D. 1.250: abs., πορείη ib.48.318. Adv. ὁμοδρόμως Tz.H.10.537.

German (Pape)

[Seite 334] zusammenlaufend, denselben Lauf ha-bend, ἡλίῳ, Plat. Epin. 987 b.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont la course est la même ou aussi rapide.
Étymologie: ὁμός, δραμεῖν.

Russian (Dvoretsky)

ὁμόδρομος: совершающий совместный путь: ὁ. ἡλίῳ Plat. двигающийся вместе с солнцем.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόδρομος: -ον, ὁ τρέχων ὁμοῦ μετά τινος, τῷ ἡλίῳ Πλάτ. Ἐπινομ. 987Β, πρβλ. Πλούτ. 2. 1029Α. ― Ἐπίρρ. -μως, Τζέτζ.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὁμόδρομος, -ον)
αυτός που συμβαδίζει ή τρέχει μαζί με καποιον άλλο
νεοελλ.
1. βοτ. (για φυλλοταξία) αυτή που ακολουθεί την ίδια κατεύθυνση
2. (για μοχλό) αυτός στον οποίο η αντίσταση και η δύναμη εφαρμόζονται στον ίδιο μοχλοβραχίονα σε σχέση με το υπομόχλιο.
επίρρ...
ὁμοδρόμως (Μ)
(για ουράνιο σώμα) στην ίδια τροχιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -δρομος (< δρόμος), πρβλ. πολύδρομος].

Greek Monotonic

ὁμόδρομος: -ον (δραμεῖν), αυτός που τρέχει την ίδια διαδρομή με, τινι, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ὁμό-δρομος, ον, δραμεῖν
running the same course with τινι Plat.