πικρόχολος: Difference between revisions

From LSJ

μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pikrocholos
|Transliteration C=pikrocholos
|Beta Code=pikro/xolos
|Beta Code=pikro/xolos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[full of bitter bile]], [[bilious]], opp. μελάγχολος ; οἱ π. τὰ ἄνω <span class="bibl">Hp.<span class="title">Acut.</span>34</span>, cf. <span class="bibl">61</span>, <span class="bibl">Aret.<span class="title">SA</span> 1.5</span>; π. χυμός Gal.6.247 : metaph., [[splenetic]], AP7.69 (Jul.).</span>
|Definition=πικρόχολον, [[full of bitter bile]], [[bilious]], opp. [[μελάγχολος]]; οἱ πικρόχολοι τὰ ἄνω Hp.''Acut.''34, cf. 61, Aret.''SA'' 1.5; πικρόχολος χυμός Gal.6.247: metaph., [[splenetic]], AP7.69 (Jul.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0615.png Seite 615]] von, mit bitterer Galle, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0615.png Seite 615]] [[von bitterer Galle]], [[mit bitterer Galle]], Sp.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''πικρόχολος''': -ον, ὁ [[πλήρης]] πικρᾶς χολῆς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[μελάγχολος]]· τὰ ἄνω π. Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 389· μεταφορ. [[ὀξύθυμος]], [[ὀργίλος]], Ἀνθ. Π. 7. 69· ― πικροχολία, ἡ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[μελαγχολία]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394.
|btext=ος, ον :<br />qui a une bile amère ; <i>fig.</i> [[acariâtre]], [[acerbe]].<br />'''Étymologie:''' [[πικρός]], [[χόλος]].
}}
{{elnl
|elnltext=πικρόχολος -ον &#91;[[πικρός]], [[χολή]]] [[vol gal]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ος, ον :<br />qui a une bile amère ; <i>fig.</i> acariâtre, acerbe.<br />'''Étymologie:''' [[πικρός]], [[χόλος]].
|elrutext='''πικρόχολος:''' [[желчный]], [[язвительный]] ([[στόμα]] Anth.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πικρόχολος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που συμπεριφέρεται σαν πικρή [[χολή]], [[δύσθυμος]], [[στρυφνός]], [[αντιπαθητικός]]<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]] [[πικράδα]], [[γεμάτος]] [[κακία]] (α. «πικρόχολη [[απάντηση]]» β. «πικρόχολα [[λόγια]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[χολώδης]], [[χολερικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χόλος]] (<b>πρβλ.</b> <i>μελάγ</i>-<i>χολος</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[πικρόχολος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που συμπεριφέρεται σαν πικρή [[χολή]], [[δύσθυμος]], [[στρυφνός]], [[αντιπαθητικός]]<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]] [[πικράδα]], [[γεμάτος]] [[κακία]] (α. «πικρόχολη [[απάντηση]]» β. «πικρόχολα [[λόγια]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[χολώδης]], [[χολερικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χόλος]] ([[πρβλ]]. [[μελάγχολος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πικρόχολος:''' -ον, αυτός που είναι [[γεμάτος]] με πικρή [[χολή]], [[κακόβουλος]], [[μοχθηρός]], [[πικρόχολος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''πικρόχολος:''' -ον, αυτός που είναι [[γεμάτος]] με πικρή [[χολή]], [[κακόβουλος]], [[μοχθηρός]], [[πικρόχολος]], σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πικρόχολος:''' [[желчный]], [[язвительный]] ([[στόμα]] Anth.).
|lstext='''πικρόχολος''': -ον, ὁ [[πλήρης]] πικρᾶς χολῆς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[μελάγχολος]]· τὰ ἄνω π. Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 389· μεταφορ. [[ὀξύθυμος]], [[ὀργίλος]], Ἀνθ. Π. 7. 69· ― πικροχολία, ἡ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[μελαγχολία]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394.
}}
{{elnl
|elnltext=πικρόχολος -ον [πικρός, χολή] vol gal.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πικρό-χολος, ον,<br />[[full]] of [[bitter]] [[bile]], splenetic, Anth.
|mdlsjtxt=πικρό-χολος, ον,<br />[[full]] of [[bitter]] [[bile]], splenetic, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 10:54, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πικρόχολος Medium diacritics: πικρόχολος Low diacritics: πικρόχολος Capitals: ΠΙΚΡΟΧΟΛΟΣ
Transliteration A: pikrócholos Transliteration B: pikrocholos Transliteration C: pikrocholos Beta Code: pikro/xolos

English (LSJ)

πικρόχολον, full of bitter bile, bilious, opp. μελάγχολος; οἱ πικρόχολοι τὰ ἄνω Hp.Acut.34, cf. 61, Aret.SA 1.5; πικρόχολος χυμός Gal.6.247: metaph., splenetic, AP7.69 (Jul.).

German (Pape)

[Seite 615] von bitterer Galle, mit bitterer Galle, Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a une bile amère ; fig. acariâtre, acerbe.
Étymologie: πικρός, χόλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πικρόχολος -ον [πικρός, χολή] vol gal.

Russian (Dvoretsky)

πικρόχολος: желчный, язвительный (στόμα Anth.).

Greek Monolingual

-η, -ο / πικρόχολος, -ον, ΝΜΑ
1. (για πρόσ.) αυτός που συμπεριφέρεται σαν πικρή χολή, δύσθυμος, στρυφνός, αντιπαθητικός
2. γεμάτος πικράδα, γεμάτος κακία (α. «πικρόχολη απάντηση» β. «πικρόχολα λόγια»)
μσν.-αρχ.
χολώδης, χολερικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)- + χόλος (πρβλ. μελάγχολος)].

Greek Monotonic

πικρόχολος: -ον, αυτός που είναι γεμάτος με πικρή χολή, κακόβουλος, μοχθηρός, πικρόχολος, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

πικρόχολος: -ον, ὁ πλήρης πικρᾶς χολῆς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μελάγχολος· τὰ ἄνω π. Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 389· μεταφορ. ὀξύθυμος, ὀργίλος, Ἀνθ. Π. 7. 69· ― πικροχολία, ἡ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μελαγχολία, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394.

Middle Liddell

πικρό-χολος, ον,
full of bitter bile, splenetic, Anth.