καλλιπάρθενος: Difference between revisions

From LSJ

Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.

Source
(c2)
m (LSJ1 replacement)
 
(22 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kalliparthenos
|Transliteration C=kalliparthenos
|Beta Code=kallipa/rqenos
|Beta Code=kallipa/rqenos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with beautiful nymphs</b>, Νείλου . . κ. ῥοαί <span class="bibl">E.<span class="title">Hel.</span>1</span>; <b class="b3">δέρη κ</b>. neck <b class="b2">of a beauteous maiden</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">IA</span> 1574</span>:—later καλλι-παρθένιος, ον, πηγή <span class="title">Inscr.Magn.</span>252.</span>
|Definition=καλλιπάρθενον, [[with beautiful nymphs]], Νείλου… κ. ῥοαί E.''Hel.''1; <b class="b3">δέρη κ.</b> neck [[of a beauteous maiden]], Id.''IA'' 1574:—later [[καλλιπαρθένιος]], ον, πηγή ''Inscr.Magn.''252.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1310.png Seite 1310]] mit schönen Jungfrauen; Νείλου ῥοαί Eur. Hel. 1; [[δέρη]], der schönen Jungfrau Hals, I. A. 1574.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1310.png Seite 1310]] mit schönen Jungfrauen; Νείλου ῥοαί Eur. Hel. 1; [[δέρη]], der schönen Jungfrau Hals, I. A. 1574.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[d'une belle jeune fille]].<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[παρθένος]].
}}
{{elnl
|elnltext=καλλιπάρθενος -ον &#91;[[καλός]], [[παρθένος]]] met mooie meisjes, met mooie nimfen. van een mooi meisje:. δέρη κ. hals van een mooi meisje Eur. IA 1574.
}}
{{elru
|elrutext='''καλλῐπάρθενος:'''<br /><b class="num">1</b> изобилующий прекрасными девами, т. е. нимфами (Νείλου ῥοαί Eur.);<br /><b class="num">2</b> [[принадлежащий прекрасной деве]], [[девичий]] ([[δέρη]] Eur.).
}}
{{grml
|mltxt=[[καλλιπάρθενος]], -ον (AM)<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[καλλιπάρθενος]]<br />η ωραία [[παρθένα]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει ωραίες νύμφες («Νείλου μὲν αἵδε καλλιπάρθενοι ῥοαί», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[παρθένος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καλλιπάρθενος:''' -ον, αυτός που έχει ωραίες νύμφες, σε Ευρ.· <i>δέρηκ</i>., λοιμοί καλών παρθένων, στον ίδ.
}}
{{ls
|lstext='''καλλιπάρθενος''': -ον, ἔχων ὡραίας παρθένους, δηλ. νύμφας, Νείλου.. καλ. ῥοαὶ Εὐρ. Ἑλ. 1· [[δέρη]] καλ., [[λαιμὸς]] καλῆς παρθένου, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 1574. ΙΙ. παρὰ μεταγ., = καλὴ [[παρθένος]], Λοβέκ. εἰς Φρύν. σ. 600.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[καλλι]]-πάρθενος, ον<br />with [[beautiful]] nymphs, Eur.; [[δέρη]] κ. necks of beauteous maidens, Eur.
}}
}}

Latest revision as of 10:54, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλιπάρθενος Medium diacritics: καλλιπάρθενος Low diacritics: καλλιπάρθενος Capitals: ΚΑΛΛΙΠΑΡΘΕΝΟΣ
Transliteration A: kallipárthenos Transliteration B: kalliparthenos Transliteration C: kalliparthenos Beta Code: kallipa/rqenos

English (LSJ)

καλλιπάρθενον, with beautiful nymphs, Νείλου… κ. ῥοαί E.Hel.1; δέρη κ. neck of a beauteous maiden, Id.IA 1574:—later καλλιπαρθένιος, ον, πηγή Inscr.Magn.252.

German (Pape)

[Seite 1310] mit schönen Jungfrauen; Νείλου ῥοαί Eur. Hel. 1; δέρη, der schönen Jungfrau Hals, I. A. 1574.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d'une belle jeune fille.
Étymologie: καλός, παρθένος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλιπάρθενος -ον [καλός, παρθένος] met mooie meisjes, met mooie nimfen. van een mooi meisje:. δέρη κ. hals van een mooi meisje Eur. IA 1574.

Russian (Dvoretsky)

καλλῐπάρθενος:
1 изобилующий прекрасными девами, т. е. нимфами (Νείλου ῥοαί Eur.);
2 принадлежащий прекрасной деве, девичий (δέρη Eur.).

Greek Monolingual

καλλιπάρθενος, -ον (AM)
το θηλ. ως ουσ.καλλιπάρθενος
η ωραία παρθένα
αρχ.
αυτός που έχει ωραίες νύμφες («Νείλου μὲν αἵδε καλλιπάρθενοι ῥοαί», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + παρθένος.

Greek Monotonic

καλλιπάρθενος: -ον, αυτός που έχει ωραίες νύμφες, σε Ευρ.· δέρηκ., λοιμοί καλών παρθένων, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιπάρθενος: -ον, ἔχων ὡραίας παρθένους, δηλ. νύμφας, Νείλου.. καλ. ῥοαὶ Εὐρ. Ἑλ. 1· δέρη καλ., λαιμὸς καλῆς παρθένου, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 1574. ΙΙ. παρὰ μεταγ., = καλὴ παρθένος, Λοβέκ. εἰς Φρύν. σ. 600.

Middle Liddell

καλλι-πάρθενος, ον
with beautiful nymphs, Eur.; δέρη κ. necks of beauteous maidens, Eur.