σπουδάρχης: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably

Sophocles, Antigone, 1031-2
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=spoudarchis
|Transliteration C=spoudarchis
|Beta Code=spouda/rxhs
|Beta Code=spouda/rxhs
|Definition=ου, ὁ, one who is [[eager]] for [[office]]s of [[state]], [[placeman]], <span class="bibl">X.<span class="title">Smp.</span>1.4</span>; but [[σπουδαρχίας]] is restored from Hsch. and <span class="bibl">Phryn.<span class="title">PS</span>p.109</span> B.
|Definition=σπουδάρχου, ὁ, one who is [[eager]] for [[office]]s of [[state]], [[placeman]], X.''Smp.''1.4; but [[σπουδαρχίας]] is restored from [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] and Phryn.''PS''p.109 B.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />celui qui brigue une charge.<br />'''Étymologie:''' [[σπουδή]], [[ἀρχή]].
|btext=ου (ὁ) :<br />[[celui qui brigue une charge]].<br />'''Étymologie:''' [[σπουδή]], [[ἀρχή]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''σπουδάρχης:''' ου ὁ домогающийся государственного поста (Xen. - [[varia lectio|v.l.]] [[σπουδαρχία]]).
|elrutext='''σπουδάρχης:''' ου ὁ [[домогающийся государственного поста]] (Xen. - [[varia lectio|v.l.]] [[σπουδαρχία]]).
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 10:56, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπουδάρχης Medium diacritics: σπουδάρχης Low diacritics: σπουδάρχης Capitals: ΣΠΟΥΔΑΡΧΗΣ
Transliteration A: spoudárchēs Transliteration B: spoudarchēs Transliteration C: spoudarchis Beta Code: spouda/rxhs

English (LSJ)

σπουδάρχου, ὁ, one who is eager for offices of state, placeman, X.Smp.1.4; but σπουδαρχίας is restored from Hsch. and Phryn.PSp.109 B.

German (Pape)

[Seite 925] ὁ, Einer der sich zu Staatsämtern, Ehrenstellen u. dgl. heftig zudrängt, sie immer führen will, Xen. Conv. 1, 4, wo Dindorf σπουδαρχίας herstellt, s. unten das Wort.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
celui qui brigue une charge.
Étymologie: σπουδή, ἀρχή.

Russian (Dvoretsky)

σπουδάρχης: ου ὁ домогающийся государственного поста (Xen. - v.l. σπουδαρχία).

Greek (Liddell-Scott)

σπουδάρχης: -ου, ὁ, ὁ μετὰ προθυμίας καὶ σπουδῆς ἐνεργῶν διὰ δημοσίαν τινὰ θέσιν ἢ ἀξίωμα, θεσιθήρας, Ξεν. Συμπ. 1, 4· ἀλλ’ ὁ L. Dind. ἀπορρίπτει τὴν λέξιν ἀναγινώσκων σπουδαρχίας ἐκ τοῦ Ἡσυχ. καὶ τῶν Α. Β. 63. ΙΙ. ὁ μετὰ ζήλου καὶ προθυμίας ἀρχόμενός τινος, Θεόδ. Στουδ. 22Β, 39Α.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
μσν.
αυτός που αρχίζει κάτι με ζήλο και προθυμία
αρχ.
αυτός που επιδιώκει με κάθε μέσο να καταλάβει μια επίσημη θέση, ένα αξίωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδή + -άρχης (< ἄρχω)].

Greek Monotonic

σπουδάρχης: -ου, ὁ (ἄρχω), αυτός που ενεργεί δυναμικά, που πασχίζει να καταλάβει δημόσιο αξίωμα, θεσιθήρας, σε Ξεν.

Middle Liddell

σπουδ-άρχης, ου, ὁ, ἄρχω
one who canvasses for office, a place-man, Xen.