μεγαλήνωρ: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=megalinor
|Transliteration C=megalinor
|Beta Code=megalh/nwr
|Beta Code=megalh/nwr
|Definition=Dor. μεγᾰλ-άνωρ, ορος, ὁ, ἡ, (ἀνήρ) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[high-souled]], [[epithet]] of [[Ἡσυχία]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">Fr.</span> 109</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[haughty]], <span class="bibl">Id.<span class="title">P.</span>1.52</span>.</span>
|Definition=Dor. [[μεγαλάνωρ]], ορος, ὁ, ἡ, ([[ἀνήρ]])<br><span class="bld">A</span> [[high-souled]], [[epithet]] of [[Ἡσυχία]], Pi.''Fr.'' 109.<br><span class="bld">2</span> [[haughty]], Id.''P.''1.52.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:56, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλήνωρ Medium diacritics: μεγαλήνωρ Low diacritics: μεγαλήνωρ Capitals: ΜΕΓΑΛΗΝΩΡ
Transliteration A: megalḗnōr Transliteration B: megalēnōr Transliteration C: megalinor Beta Code: megalh/nwr

English (LSJ)

Dor. μεγαλάνωρ, ορος, ὁ, ἡ, (ἀνήρ)
A high-souled, epithet of Ἡσυχία, Pi.Fr. 109.
2 haughty, Id.P.1.52.

German (Pape)

[Seite 105] ορος, ὁ, dor. μεγαλάνωρ, männlich groß, von hohem Muthe, vom Löwen, Opp. Cyn. 4, 179, vgl. auch μεγαλήτωρ; – auch tadelnd, hochmüthig, Pind. P. 1, 52; aber frg. 228 bei Pol. 4, 31 nennt er den Frieden ἡσυχία μ., der die Männer groß macht, oder große Männer hervorbringt.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ, ἡ)
1 confiant en soi;
2 orgueilleux.
Étymologie: μέγας, ἀνήρ.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλήνωρ: дор. μεγᾰλάνωρ, ορος (ᾱν) adj.
1 дающий уверенность в себе, внушающий бодрость (ἁσυχία Pind.);
2 высокомерный, надменный Pind.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλήνωρ: -ορος, ὁ, ἡ, (ἀνὴρ) λίαν ἀνδρικός, μεγαλόφρων, μεγαλόψυχος, ἀνδρεῖος, ἐπίθ. τῆς Ἡσυχίας, Πινδ. Ἀποσπ. 228 πρβλ. μεγαλόφρων· - ὑψηλόφρων, ὑπερήφανος, ὁ αὐτ. ἐν Π. 1. 99.

Greek Monolingual

μεγαλήνωρ, -ορος, δωρ. τ. μεγαλάνωρ, ὁ, ἡ (Α)
1. μεγαλόψυχος, μεγαλόκαρδος, γενναιόψυχος
2. υπερήφανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -ήνωρ (< ἀνήρ), προ βλ. ευ-ήνωρ. Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].

Greek Monotonic

μεγᾰλήνωρ: -ορος, ὁ, ἡ (ἀνήρ), πολύ ανδρείος, ηρωϊκός, με αυτοπεποίθηση, υπεροπτικός, σε Πίνδ.

Middle Liddell

μεγᾰλ-ήνωρ, ορος, ὁ, ἡ, ἀνήρ
very manly, heroic: self-confident, haughty, Pind.