αὐτόροφος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aftorofos
|Transliteration C=aftorofos
|Beta Code=au)to/rofos
|Beta Code=au)to/rofos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">self-covered, roofed</b> or [[vaulted by nature]], πέτρα <span class="bibl">Opp. <span class="title">H.</span>1.22</span>; καλάμων σκηναί <span class="bibl">D.H.1.79</span>; <b class="b3">αὐ. στέγη</b> a [[natural]] roof, <span class="bibl">Ael. <span class="title">NA</span>16.17</span>.</span>
|Definition=αὐτόροφον, [[self-covered]], [[roofed]] or [[vaulted by nature]], πέτρα Opp. ''H.''1.22; καλάμων σκηναί D.H.1.79; <b class="b3">αὐ. στέγη</b> a [[natural]] roof, Ael. ''NA''16.17.
}}
}}
{{ls
{{DGE
|lstext='''αὐτόροφος''': -ον, ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] ἐστεγασμένος, ὁ ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] ἔχων ὀροφήν, πέτραι Ὀππ. Ἁλ. 1. 22· σκηναὶ· Διον. Ἁλ. 1. 79· [[αὐτόροφος]] [[στέγη]], φυσικὴ [[στέγη]], Αἰλ. π. Ζ. 16. 17.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[αὐτώροφος]] Gr.Naz.M.37.1439A<br /><b class="num">1</b> [[que forma techo natural]] πέτρα Opp.<i>H</i>.1.22, Eust.<i>Op</i>.324.51, καλάμων σκηναί D.H.1.79, μέλαθρον Nonn.<i>D</i>.14.67, οἶκος Gr.Naz.l.c.<br /><b class="num">2</b> [[que constituye un abrigo natural]] στέγη Ael.<i>NA</i> 16.17, κενέων Nonn.<i>D</i>.15.192, αὐτορόφοισιν ὑπ' οὔρεσι Orác. en <i>ZPE</i> 7.1971.207.6 (Dídima II d.C.).
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui forme un abri naturel.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[ὄροφος]].
|btext=ος, ον :<br />[[qui forme un abri naturel]].<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[ὄροφος]].
}}
}}
{{DGE
{{ls
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[αὐτώροφος]] Gr.Naz.M.37.1439A<br /><b class="num">1</b> [[que forma techo natural]] πέτρα Opp.<i>H</i>.1.22, Eust.<i>Op</i>.324.51, καλάμων σκηναί D.H.1.79, μέλαθρον Nonn.<i>D</i>.14.67, οἶκος Gr.Naz.l.c.<br /><b class="num">2</b> [[que constituye un abrigo natural]] στέγη Ael.<i>NA</i> 16.17, κενέων Nonn.<i>D</i>.15.192, αὐτορόφοισιν ὑπ' οὔρεσι Orác. en <i>ZPE</i> 7.1971.207.6 (Dídima II d.C.).
|lstext='''αὐτόροφος''': -ον, ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] ἐστεγασμένος, ὁ ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] ἔχων ὀροφήν, πέτραι Ὀππ. Ἁλ. 1. 22· σκηναὶ· Διον. Ἁλ. 1. 79· [[αὐτόροφος]] [[στέγη]], φυσικὴ [[στέγη]], Αἰλ. π. Ζ. 16. 17.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αὐτόροφος]], -ον (AM) και [[αὐτώροφος]], -ον (Α)<br />ο αφευατού στεγασμένος, αυτός που έχει [[φυσική]] [[οροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>όροφος</i>. Το –<i>ω</i> του τ. <i>αυτώροφος</i> βάσει του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει» (<b>[[πρβλ]].</b> [[διώροφος]], [[τριώροφος]])].
|mltxt=[[αὐτόροφος]], -ον (AM) και [[αὐτώροφος]], -ον (Α)<br />ο αφευατού στεγασμένος, αυτός που έχει [[φυσική]] [[οροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>όροφος</i>. Το –<i>ω</i> του τ. <i>αυτώροφος</i> βάσει του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει» ([[πρβλ]]. [[διώροφος]], [[τριώροφος]])].
}}
{{pape
|ptext=([[ὀροφή]]), <i>sich [[selbst]] [[bedachend]], von [[Natur]] [[bedeckt]]</i>, σκηναί Dion.Hal. 1.79; [[στέγη]], <i>[[natürlich]]</i>es Dach, Ael. <i>N.A</i>. 16.17; ἄντρα πέτρης αὐτορόφου Opp. <i>H</i>. 1.22; <i>Cyn</i>. 2.588.
}}
}}

Latest revision as of 10:59, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτόροφος Medium diacritics: αὐτόροφος Low diacritics: αυτόροφος Capitals: ΑΥΤΟΡΟΦΟΣ
Transliteration A: autórophos Transliteration B: autorophos Transliteration C: aftorofos Beta Code: au)to/rofos

English (LSJ)

αὐτόροφον, self-covered, roofed or vaulted by nature, πέτρα Opp. H.1.22; καλάμων σκηναί D.H.1.79; αὐ. στέγη a natural roof, Ael. NA16.17.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): αὐτώροφος Gr.Naz.M.37.1439A
1 que forma techo natural πέτρα Opp.H.1.22, Eust.Op.324.51, καλάμων σκηναί D.H.1.79, μέλαθρον Nonn.D.14.67, οἶκος Gr.Naz.l.c.
2 que constituye un abrigo natural στέγη Ael.NA 16.17, κενέων Nonn.D.15.192, αὐτορόφοισιν ὑπ' οὔρεσι Orác. en ZPE 7.1971.207.6 (Dídima II d.C.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui forme un abri naturel.
Étymologie: αὐτός, ὄροφος.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόροφος: -ον, ἀφ’ ἑαυτοῦ ἐστεγασμένος, ὁ ἀφ’ ἑαυτοῦ ἔχων ὀροφήν, πέτραι Ὀππ. Ἁλ. 1. 22· σκηναὶ· Διον. Ἁλ. 1. 79· αὐτόροφος στέγη, φυσικὴ στέγη, Αἰλ. π. Ζ. 16. 17.

Greek Monolingual

αὐτόροφος, -ον (AM) και αὐτώροφος, -ον (Α)
ο αφευατού στεγασμένος, αυτός που έχει φυσική οροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ(ο)- + όροφος. Το –ω του τ. αυτώροφος βάσει του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. διώροφος, τριώροφος)].

German (Pape)

(ὀροφή), sich selbst bedachend, von Natur bedeckt, σκηναί Dion.Hal. 1.79; στέγη, natürliches Dach, Ael. N.A. 16.17; ἄντρα πέτρης αὐτορόφου Opp. H. 1.22; Cyn. 2.588.