μεγαλοεργία: Difference between revisions
(8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=megaloergia | |Transliteration C=megaloergia | ||
|Beta Code=megaloergi/a | |Beta Code=megaloergi/a | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, [[great achievement]], Plb.30.25.1 ([[si vera lectio|s.v.l.]]); contr. μεγᾰλουργία, Str.3.5.6, Ph.2.143, J.''AJ''2.7.1; [[magnificence]], ib.8.3.2, al., Luc.''Cal.''17. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>par contr.</i> [[μεγαλουργία]];<br />[[grandeur des actions]].<br />'''Étymologie:''' [[μεγαλοεργός]]. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μεγαλοεργία]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[μεγαλουργία]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μεγᾰλοεργία:''' ἡ, συνηρ. -ουργία, [[μεγαλοπρέπεια]], σε Λουκ. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=s. [[μεγαλουργία]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεγᾰλοεργία:''' стяж. μεγᾰλουργία ἡ<br /><b class="num">1</b> [[величие]], [[великолепие]] Luc.;<br /><b class="num">2</b> [[щедрость]], [[пышность]] (τῆς δωρεᾶς Polyb.). | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μεγᾰλοεργία, ἡ, [from μεγᾰλοεργής]<br />[[magnificence]], Luc. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[magnificence]]=== | |||
Catalan: magnificència; Finnish: suurenmoisuus; Greek: [[λαμπρότητα]], [[μεγαλείο]], [[μεγαλοπρέπεια]]; Ancient Greek: [[ἀγλαΐα]], [[ἀγλαΐη]], [[διαπρέπεια]], [[δόξα]], [[δόξις]], [[λαμπρότης]], [[μεγαλειότης]], [[μεγαλοεργία]], [[μεγαλομοιρία]], [[μεγαλοπραγμοσύνη]], [[μεγαλοπρέπεια]], [[μεγαλοπρεπείη]], [[μεγαλοψυχία]], [[παράστασις]], [[περιφάνεια]], [[σεμνότης]], [[τὸ διαπρεπές]], [[τὸ σεμνόν]], [[ὑπερφύεια]], [[φιλοτίμημα]] Latin: [[magnificentia]]; Malayalam: ഉജ്ജ്വലത; Maori: marutunatanga; Middle English: deynte; Portuguese: [[magnificência]]; Spanish: [[magnificencia]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:01, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, great achievement, Plb.30.25.1 (s.v.l.); contr. μεγᾰλουργία, Str.3.5.6, Ph.2.143, J.AJ2.7.1; magnificence, ib.8.3.2, al., Luc.Cal.17.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
par contr. μεγαλουργία;
grandeur des actions.
Étymologie: μεγαλοεργός.
Greek Monolingual
μεγαλοεργία, ἡ (Α)
βλ. μεγαλουργία.
Greek Monotonic
μεγᾰλοεργία: ἡ, συνηρ. -ουργία, μεγαλοπρέπεια, σε Λουκ.
German (Pape)
s. μεγαλουργία.
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλοεργία: стяж. μεγᾰλουργία ἡ
1 величие, великолепие Luc.;
2 щедрость, пышность (τῆς δωρεᾶς Polyb.).
Middle Liddell
μεγᾰλοεργία, ἡ, [from μεγᾰλοεργής]
magnificence, Luc.
Translations
magnificence
Catalan: magnificència; Finnish: suurenmoisuus; Greek: λαμπρότητα, μεγαλείο, μεγαλοπρέπεια; Ancient Greek: ἀγλαΐα, ἀγλαΐη, διαπρέπεια, δόξα, δόξις, λαμπρότης, μεγαλειότης, μεγαλοεργία, μεγαλομοιρία, μεγαλοπραγμοσύνη, μεγαλοπρέπεια, μεγαλοπρεπείη, μεγαλοψυχία, παράστασις, περιφάνεια, σεμνότης, τὸ διαπρεπές, τὸ σεμνόν, ὑπερφύεια, φιλοτίμημα Latin: magnificentia; Malayalam: ഉജ്ജ്വലത; Maori: marutunatanga; Middle English: deynte; Portuguese: magnificência; Spanish: magnificencia