θεμιστεῖος: Difference between revisions
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=themisteios | |Transliteration C=themisteios | ||
|Beta Code=qemistei=os | |Beta Code=qemistei=os | ||
|Definition=α, ον, [[of law and right]], <b class="b3">θ. σκᾶπτον</b> the sceptre [[of righteous judgement]], | |Definition=α, ον, [[of law and right]], <b class="b3">θ. σκᾶπτον</b> the sceptre [[of righteous judgement]], Pi.''O.'' 1.12. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br />qui rend la justice.<br />'''Étymologie:''' [[θέμις]]. | |btext=α, ον :<br />[[qui rend la justice]].<br />'''Étymologie:''' [[θέμις]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 11:20, 25 August 2023
English (LSJ)
α, ον, of law and right, θ. σκᾶπτον the sceptre of righteous judgement, Pi.O. 1.12.
German (Pape)
[Seite 1194] gesetzlich, gerecht, σκᾶπτον Pind. Ol. 1, 12.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui rend la justice.
Étymologie: θέμις.
Russian (Dvoretsky)
θεμιστεῖος: воздающий по закону, действующий по справедливости (σκᾶπτον Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
θεμιστεῖος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς τὸ δίκαιον καὶ εἰς τὸν νόμον, θ. σκᾶπτον, τὸ σκῆπτρον τῆς δικαίας κρίσεως, τὸ παρέχον τὴν δικαιοσύνην = θέμις, Πίνδ. Ο. 1. 18.
English (Slater)
θεμιστεῖος of divine right (Ἱέρων) θεμιστεῖον ὃς ἀμφέπει σκᾶπτον (O. 1.12)
Greek Monolingual
θεμιστεῖος, -ία, -ον (Α)
1. νόμιμος, δίκαιος («θεμιστεῖον σκᾶπτον» — το σκήπτρο της δικαιοσύνης, της δίκαιης κρίσεως, Πίνδ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ή θεμιστεία
μαντεία, προφητεία, χρησμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέμις (Ι) (γεν. θέμιστ-ος) + κατάλ. -είος, πρβλ. οικείος, ρυμείος].
Greek Monotonic
θεμιστεῖος: -α, -ον (θέμις), αυτός που ανήκει στη δικαιοσύνη και το νόμο· θεμιστεῖον σκᾶπτον, το σκήπτρο της δίκαιης κρίσης, σε Πίνδ.
Middle Liddell
θεμιστεῖος, η, ον θέμις
of law and right, θ. σκᾶπτον the sceptre of righteous judgment, Pind.