συσκευή: Difference between revisions
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
(c2) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syskevi | |Transliteration C=syskevi | ||
|Beta Code=suskeuh/ | |Beta Code=suskeuh/ | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, [[intrigue]], [[plot]], CPHerm.25 ii 1 (iii A.D.), Hdn.3.12.3, ''PLond.''5.1674.65 (vi A.D.), ''EM''286.24. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1042.png Seite 1042]] ἡ, Zubereitung, Zurüstung, bes. auf dem Theater; übh. Gaukelei, Blendwerk, Hdn. 3, 12. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1042.png Seite 1042]] ἡ, Zubereitung, Zurüstung, bes. auf dem Theater; übh. Gaukelei, Blendwerk, Hdn. 3, 12. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''συσκευή''': ἡ, [[παρασκευή]], [[ἑτοιμασία]]· μεταφορ., [[δόλος]], [[μηχανορραφία]], [[σκευωρία]], [[σκευώρημα]], Ἡρῳδιαν. 3. 12, Εὐσ., κλπ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>τεχνολ.</b> α) σύνθετη [[κατασκευή]] προορισμένη να εκτελεί ορισμένη [[εργασία]], [[συνδυασμός]] διαφόρων εξαρτημάτων σε ένα [[σύνολο]] συγκεκριμένης επιδίωξης (α. «[[μηχανική]] [[συσκευή]]» β. «ηλεκτρική [[συσκευή]]» γ. «ηλεκτρονική [[συσκευή]]»)<br />β) [[συναρμολόγηση]] διαφόρων εξαρτημάτων και οργάνων με σκοπό την [[πραγματοποίηση]] διάταξης για [[εκτέλεση]] πειράματος ή συγκεκριμένου είδους μέτρησης<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[μηχανορραφία]], [[σκευωρία]], [[δόλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ετοιμασία]]<br /><b>2.</b> η [[προετοιμασία]] δράματος στο [[θέατρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[σκευή]] (<span style="color: red;"><</span> [[σκευή]] «[[εξοπλισμός]]»), <b>πρβλ.</b> <i>κατα</i>-[[σκευή]], <i>παρα</i>-[[σκευή]]. Η λ. λειτουργεί ως εκφραστικό της ρηματικής ενέργειας του [[συσκευάζω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συσκευή -ῆς, ἡ [[[σύν]], [[σκευή]]] intrige, plot. Luc. 42.25. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:22, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, intrigue, plot, CPHerm.25 ii 1 (iii A.D.), Hdn.3.12.3, PLond.5.1674.65 (vi A.D.), EM286.24.
German (Pape)
[Seite 1042] ἡ, Zubereitung, Zurüstung, bes. auf dem Theater; übh. Gaukelei, Blendwerk, Hdn. 3, 12.
Greek (Liddell-Scott)
συσκευή: ἡ, παρασκευή, ἑτοιμασία· μεταφορ., δόλος, μηχανορραφία, σκευωρία, σκευώρημα, Ἡρῳδιαν. 3. 12, Εὐσ., κλπ.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
νεοελλ.
τεχνολ. α) σύνθετη κατασκευή προορισμένη να εκτελεί ορισμένη εργασία, συνδυασμός διαφόρων εξαρτημάτων σε ένα σύνολο συγκεκριμένης επιδίωξης (α. «μηχανική συσκευή» β. «ηλεκτρική συσκευή» γ. «ηλεκτρονική συσκευή»)
β) συναρμολόγηση διαφόρων εξαρτημάτων και οργάνων με σκοπό την πραγματοποίηση διάταξης για εκτέλεση πειράματος ή συγκεκριμένου είδους μέτρησης
μσν.-αρχ.
μηχανορραφία, σκευωρία, δόλος
αρχ.
1. ετοιμασία
2. η προετοιμασία δράματος στο θέατρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -σκευή (< σκευή «εξοπλισμός»), πρβλ. κατα-σκευή, παρα-σκευή. Η λ. λειτουργεί ως εκφραστικό της ρηματικής ενέργειας του συσκευάζω.