λοξοτρόχις: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(6_12)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=loksotrochis
|Transliteration C=loksotrochis
|Beta Code=locotro/xis
|Beta Code=locotro/xis
|Definition=ιδος, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">oblique-running</b>, of Lycophron's Cassandra, <span class="title">AP</span>9.191; cf. λοξός 3.</span>
|Definition=ιδος, ἡ, [[oblique-running]], of Lycophron's Cassandra, ''AP''9.191; cf. [[λοξός]] 3.
}}
{{bailly
|btext=ιδος (ὁ, ἡ)<br />à la course tortueuse, <i>càd</i> aux paroles équivoques <i>ou</i> obscures.<br />'''Étymologie:''' [[λοξός]], [[τρέχω]].
}}
{{pape
|ptext=ιδος, [[ἄγγελος]], <i>krummlaufender Bote, Ep.adesp</i>. 564 (IX.191), von Lykophrons [[dunkler]], ihre [[Botschaft]] in geschraubten Umschweifen vorbringender [[Kassandra]].
}}
{{elru
|elrutext='''λοξοτρόχις:''' ῐδος adj. идущий кривыми путями, т. е. вещающий туманно и неясно ([[ἄγγελος]], ''[[sc.]]'' [[Κασσάνδρα]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λοξοτρόχις''': -ιδος, ἡ, ἡ λοξῶς, πλαγίως τρέχουσα ἐπὶ τῆς «Κασσάνδρας» (τοῦ ποιήματος) τοῦ Λυκόφρονος, Ἀνθ. Π. 9. 191· πρβλ. [[Λοξίας]].
|lstext='''λοξοτρόχις''': -ιδος, ἡ, ἡ λοξῶς, πλαγίως τρέχουσα ἐπὶ τῆς «Κασσάνδρας» (τοῦ ποιήματος) τοῦ Λυκόφρονος, Ἀνθ. Π. 9. 191· πρβλ. [[Λοξίας]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λοξοτρόχις]], -ιδος, ἡ (Α)<br />(για το [[ποίημα]] <i>Κασσάνδρα</i> του Λυκόφρονος) αυτή που τρέχει πλαγίως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λοξός]] <span style="color: red;">+</span> [[τρόχις]] «[[δρομέας]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λοξοτρόχις:''' ἡ ([[τρέχω]]), αυτή που τρέχει λοξά, που τρέχει πλάγια (λέγεται για την [[ηρωίδα]] [[Κασσάνδρα]] του ομώνυμου ποιήματος του Λυκόφρονα), σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λοξο-[[τρόχις]], ιος [[τρέχω]]<br />[[oblique]]-[[running]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 11:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοξοτρόχις Medium diacritics: λοξοτρόχις Low diacritics: λοξοτρόχις Capitals: ΛΟΞΟΤΡΟΧΙΣ
Transliteration A: loxotróchis Transliteration B: loxotrochis Transliteration C: loksotrochis Beta Code: locotro/xis

English (LSJ)

ιδος, ἡ, oblique-running, of Lycophron's Cassandra, AP9.191; cf. λοξός 3.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ὁ, ἡ)
à la course tortueuse, càd aux paroles équivoques ou obscures.
Étymologie: λοξός, τρέχω.

German (Pape)

ιδος, ἄγγελος, krummlaufender Bote, Ep.adesp. 564 (IX.191), von Lykophrons dunkler, ihre Botschaft in geschraubten Umschweifen vorbringender Kassandra.

Russian (Dvoretsky)

λοξοτρόχις: ῐδος adj. идущий кривыми путями, т. е. вещающий туманно и неясно (ἄγγελος, sc. Κασσάνδρα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

λοξοτρόχις: -ιδος, ἡ, ἡ λοξῶς, πλαγίως τρέχουσα ἐπὶ τῆς «Κασσάνδρας» (τοῦ ποιήματος) τοῦ Λυκόφρονος, Ἀνθ. Π. 9. 191· πρβλ. Λοξίας.

Greek Monolingual

λοξοτρόχις, -ιδος, ἡ (Α)
(για το ποίημα Κασσάνδρα του Λυκόφρονος) αυτή που τρέχει πλαγίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + τρόχις «δρομέας»].

Greek Monotonic

λοξοτρόχις: ἡ (τρέχω), αυτή που τρέχει λοξά, που τρέχει πλάγια (λέγεται για την ηρωίδα Κασσάνδρα του ομώνυμου ποιήματος του Λυκόφρονα), σε Ανθ.

Middle Liddell

λοξο-τρόχις, ιος τρέχω
oblique-running, Anth.