κυνοθαρσής: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kynotharsis
|Transliteration C=kynotharsis
|Beta Code=kunoqarsh/s
|Beta Code=kunoqarsh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[impudent as a dog]], <span class="bibl">Theoc.15.53</span>: </span>κυνοθρασής, <span class="bibl">A. <span class="title">Supp.</span>758</span> (lyr.).
|Definition=κυνοθαρσές, [[impudent as a dog]], Theoc.15.53: κυνοθρασής, A. ''Supp.''758 (lyr.).
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''κῠνοθαρσής''': -ές, [[θρασύς]], ἀναιδὴς ὡς [[κύων]], Θεόκρ. 15, 53· κῠνοθρᾰσής, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 758.
|btext=ής, ές :<br />[[d'une impudence cynique]].<br />'''Étymologie:''' [[κύων]], [[θάρσος]].
}}
{{elnl
|elnltext=κυνοθαρσής -ές en κυνοθρασής -ές &#91;[[κύων]], [[θάρσος]]] [[hondsbrutaal]].
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>[[hundedreist]], [[frech]] wie ein Hund</i>, Theocr. 15.53.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ής, ές :<br />d'une impudence cynique.<br />'''Étymologie:''' [[κύων]], [[θάρσος]].
|elrutext='''κῠνοθαρσής:''' Theocr. = [[κυνοθρασύς]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 28:
|lsmtext='''κῠνοθαρσής:''' -ές ([[θάρσος]]), [[θρασύς]], [[αδιάντροπος]] όπως ο [[σκύλος]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''κῠνοθαρσής:''' -ές ([[θάρσος]]), [[θρασύς]], [[αδιάντροπος]] όπως ο [[σκύλος]], σε Θεόκρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κῠνοθαρσής:''' Theocr. = [[κυνοθρασύς]].
|lstext='''κῠνοθαρσής''': -ές, [[θρασύς]], ἀναιδὴς ὡς [[κύων]], Θεόκρ. 15, 53· κῠνοθρᾰσής, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 758.
}}
{{elnl
|elnltext=κυνοθαρσής -ές en κυνοθρασής -ές [κύων, θάρσος] hondsbrutaal.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κῠνο-θαρσής, ές [[θάρσος]]<br />[[impudent]] as a dog, Theocr.
|mdlsjtxt=κῠνο-θαρσής, ές [[θάρσος]]<br />[[impudent]] as a dog, Theocr.
}}
}}

Latest revision as of 11:38, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνοθαρσής Medium diacritics: κυνοθαρσής Low diacritics: κυνοθαρσής Capitals: ΚΥΝΟΘΑΡΣΗΣ
Transliteration A: kynotharsḗs Transliteration B: kynotharsēs Transliteration C: kynotharsis Beta Code: kunoqarsh/s

English (LSJ)

κυνοθαρσές, impudent as a dog, Theoc.15.53: κυνοθρασής, A. Supp.758 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
d'une impudence cynique.
Étymologie: κύων, θάρσος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυνοθαρσής -ές en κυνοθρασής -ές [κύων, θάρσος] hondsbrutaal.

German (Pape)

ές, hundedreist, frech wie ein Hund, Theocr. 15.53.

Russian (Dvoretsky)

κῠνοθαρσής: Theocr. = κυνοθρασύς.

Greek Monolingual

κυνοθαρσής ή κυνοθρασής, -ές (Α)
θρασύς σαν σκύλος («κυνοθαρσείς, θεῶν ἐπαΐοντες οὐδέν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -θαρσής (< θάρσος «θάρρος»), πρβλ. δορυ-θαρσής λυκο-θαρσής].

Greek Monotonic

κῠνοθαρσής: -ές (θάρσος), θρασύς, αδιάντροπος όπως ο σκύλος, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνοθαρσής: -ές, θρασύς, ἀναιδὴς ὡς κύων, Θεόκρ. 15, 53· κῠνοθρᾰσής, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 758.

Middle Liddell

κῠνο-θαρσής, ές θάρσος
impudent as a dog, Theocr.