ἀνδρείκελος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῆμα παράκαιρον τὸν ὅλον ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um

Menander, Monostichoi, 466
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=andreikelos
|Transliteration C=andreikelos
|Beta Code=a)ndrei/kelos
|Beta Code=a)ndrei/kelos
|Definition=ον, [[like a man]], εἴδωλα <span class="bibl">D.H.1.38</span>; [[διατύπωσις]] <span class="bibl">Plu.<span class="title">Alex.</span>72</span>.
|Definition=ἀνδρείκελον, [[like a man]], εἴδωλα D.H.1.38; [[διατύπωσις]] Plu.''Alex.''72.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 11:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδρείκελος Medium diacritics: ἀνδρείκελος Low diacritics: ανδρείκελος Capitals: ΑΝΔΡΕΙΚΕΛΟΣ
Transliteration A: andreíkelos Transliteration B: andreikelos Transliteration C: andreikelos Beta Code: a)ndrei/kelos

English (LSJ)

ἀνδρείκελον, like a man, εἴδωλα D.H.1.38; διατύπωσις Plu.Alex.72.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): tb. ἀνδροείκελος Adam.Dial.208
I adj. que representa un hombre εἴδωλα D.H.1.38, διατύπωσις Plu.Alex.72.
II subst. τὸ ἀνδρείκελον
1 imagen de un hombre, lo humano συμμειγνύντες τε καὶ κεραννύντες ἐκ τῶν ἐπιτηδευμάτων τὸ ἀνδρείκελον combinando y mezclando con ayuda de los hábitos lo más propiamente humano Pl.R.501b
imagen, estatua ἀνδρείκελον αὐτοῦ Καίσαρος App.BC 2.147, ὅπως ἀνδρείκελα τεύξῃ AP 16.221 (Theaet.), cf. Adam.l.c.
2 colorete de color carne τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑπαλειφόμενος ἀνδρεικέλῳ X.Oec.10.5, cf. Pl.Cra.424e, Arist.GA 725a26, Thphr.Lap.51, Hsch.

German (Pape)

[Seite 217] einem Manne, Menschen ähnlich, τὸ ἀνδρ., sc. χρῶμα, eine Farbenmischung, der Fleischfarbe des Menschen entsprechend, Tim. Lex. Pl. χρόα ἐπιτηδεία πρὸς ἀνδρὸς μίμησιν, zu Plat. Crat. 424 d; übtr., συμμιγνύντες καὶ κεραννύντες ἐκ τῶν ἐπιτηδευμάτων τὸ ἀνδρ., im Gegensatz des θεοείκελος, ein Bild des Menschen, Rep. VI, 501 b; τύπωσις Plut. Alex. 72; εἴδωλα D. Hal. 1, 38. Als Schminke gebraucht, ὀφθαλμοὺς ὑπαλειφόμενος ἀνδρεικέλῳ Xen. Oec. 10. 5; ἀνδρεικέλου χρῶμα ibd. 6. Bei Theaet. Schol. 4 (Plan. 221) Statue.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
semblable à un homme ; τὸ ἀνδρείκελον (χρῶμα) couleur de chair pour imiter une figure d'homme.
Étymologie: ἀνήρ, εἴκελος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνδρείκελος: человекообразный (διατύπωσις καὶ διαμόρφωσις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρείκελος: -ον, ὅμοιος ἀνδρί, εἴδωλα ποιοῦντες ἀνδρείκελα Διον. Ἁλ. Ρητορ. 1. 38· ἔφη τῶν ὀρῶν μάλιστα τὸν Θρᾴκιον Ἄθων διατύπωσιν ἀνδρείκελον δέχεσθαι Πλουτ. Ἀλέξ. 72. Ὁ τύπος ἀνδροείκελος εἶναι μεταγενέστ. καὶ ἀμφίβολος.

Greek Monolingual

ἀνδρείκελος), -ον)
1. αυτός που έχει όψη ανθρώπου, ανθρωπόμορφος
2. το ουδ. ως ουσ. ομοίωμα του άνδρα, του ανθρώπου
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. α) νευρόσπαστο, μαριονέτα, κούκλα
β) μτφ. άνθρωπος που δεν ενεργεί με δική του βούληση αλλά κατά επιταγή άλλου
αρχ.
βαφή στο χρώμα της ανθρώπινης σάρκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + είκελος «όμοιος» < έοικα (πρβλ. θεοείκελος κ.ά.)].

Greek Monotonic

ἀνδρείκελος: -ον (ἀνήρ, εἴκελος), όμοιος με άνδρα, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἀνήρ, εἴκελος
like a man, Plut.