λογικεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
(23)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=logikeyomai
|Transliteration C=logikeyomai
|Beta Code=logikeu/omai
|Beta Code=logikeu/omai
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to be merely arguing</b>, πρὸς ἐπίδειξιν <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>320</span>, cf. <span class="bibl">162</span>.</span>
|Definition=to [[be merely arguing]], πρὸς ἐπίδειξιν Dam.''Pr.''320, cf. 162.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[λογικεύομαι]]) [[λογικός]]<br />[[σκέπτομαι]] λογικά, [[συνάγω]] [[λογικό]] [[συμπέρασμα]], [[συλλογίζομαι]] [[ορθά]] και σύμφωνα με τους κανόνες της λογικής<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γίνομαι]] [[λογικός]], [[συνετός]], [[βάζω]] [[μυαλό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προικίζω]] με [[λογική]]<br /><b>2.</b> [[διαλέγομαι]], [[συζητώ]], [[εκθέτω]] επιχειρήματα [[υπέρ]] ή [[κατά]].
|mltxt=(AM [[λογικεύομαι]]) [[λογικός]]<br />[[σκέπτομαι]] λογικά, [[συνάγω]] [[λογικό]] [[συμπέρασμα]], [[συλλογίζομαι]] [[ορθά]] και σύμφωνα με τους κανόνες της λογικής<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γίνομαι]] [[λογικός]], [[συνετός]], [[βάζω]] [[μυαλό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προικίζω]] με [[λογική]]<br /><b>2.</b> [[διαλέγομαι]], [[συζητώ]], [[εκθέτω]] επιχειρήματα [[υπέρ]] ή [[κατά]].
}}
{{pape
|ptext=<i>einen logischen [[Schluß]] [[machen]]</i>, Sp., vgl. Lobeck <i>zu Phryn</i>. 198.
}}
}}

Latest revision as of 11:55, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λογῐκεύομαι Medium diacritics: λογικεύομαι Low diacritics: λογικεύομαι Capitals: ΛΟΓΙΚΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: logikeúomai Transliteration B: logikeuomai Transliteration C: logikeyomai Beta Code: logikeu/omai

English (LSJ)

to be merely arguing, πρὸς ἐπίδειξιν Dam.Pr.320, cf. 162.

Greek (Liddell-Scott)

λογῐκεύομαι: κάμνω λογικὸν συμπέρασμα, συλλογίζομαι κατὰ τοὺς κανόνας τῆς λογικῆς, Ἐκκλ. κλ., ἴδε Λοβ. Φρύν. 198.

Greek Monolingual

(AM λογικεύομαι) λογικός
σκέπτομαι λογικά, συνάγω λογικό συμπέρασμα, συλλογίζομαι ορθά και σύμφωνα με τους κανόνες της λογικής
νεοελλ.
γίνομαι λογικός, συνετός, βάζω μυαλό
αρχ.
1. προικίζω με λογική
2. διαλέγομαι, συζητώ, εκθέτω επιχειρήματα υπέρ ή κατά.

German (Pape)

einen logischen Schluß machen, Sp., vgl. Lobeck zu Phryn. 198.