ῥιζικός: Difference between revisions
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=rizikos | |Transliteration C=rizikos | ||
|Beta Code=r(iziko/s | |Beta Code=r(iziko/s | ||
|Definition= | |Definition=ῥιζική, ῥιζικόν, of or for the [[root]], λόγος Plu.''in Hes.''84. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:59, 25 August 2023
English (LSJ)
ῥιζική, ῥιζικόν, of or for the root, λόγος Plu.in Hes.84.
German (Pape)
[Seite 842] zur Wurzel gehörig, Plut. frg. 49.
Russian (Dvoretsky)
ῥιζικός: корневой Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ῥιζικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν ῥίζαν, Πλουτ. Ἀποσπ. 49, Εὐστ. Πονημάτ. 305. 37, κτλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ῥιζικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ῥίζα
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ρίζα
νεοελλ.
1. μτφ. θεμελιώδης, βασικός («ριζική διαφωνία»)
2. μτφ. πλήρης («ριζική θεραπεία»)
2. φρ. α. «ριζικά τριχίδια»
βοτ. τριχίδια που εκφύονται από τη ρίζα με μετατροπή ορισμένων επιδερμικών κυττάρων και διευκολύνουν την απορρόφηση
β) «ριζική πίεση»
βοτ. όρος που αναφέρεται στην πίεση η οποία μπορεί να δημιουργηθεί στα ριζικά συστήματα τών φυτών κατά τρόπο ώστε να ωθήσει το νερό προς τα πάνω μέσω τών αγγείων του ξυλώματος
γ) «ριζικό κέντρο»
μαθ. το σημείο τομής τών τριών ριζικών αξόνων τών τριών κύκλων λαμβανομένων ανά δύο, που έχει την ίδια δύναμη ως προς τους τρεις κύκλους
δ) «ριζικός άξονας»
μαθ. ο γεωμετρικός τόπος τών σημείων που έχουν την ίδια δύναμη ως προς δύο κύκλους
ε) «ριζικό φυμάτιο»
βοτ. ογκωματώδης αύξηση που παρατηρείται στις ρίζες τών χεδρωπών και ορισμένων άλλων φυτών ως απόκριση στην προσβολή τους από συμβιωτικούς μικροοργανισμούς
στ) «ριζικός σωλήνας»
βοτ. ο σωλήνας στο κέντρο της ρίζας τών φυτών ζ) «ριζικό τμήμα» — τμήμα στις ρίζες τών δοντιών, διά μέσου του οποίου εισέρχεται ο πολφός
3. το ουδ. ως ουσ. το ριζικό
μαθ. βλ. ριζικό (ΙΙ)
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. βλ. ριζικό (Ι).
επίρρ...
ριζικώς και ριζικά Ν
από τη ρίζα, σύρριζα, ολοσχερώς («πρέπει να αλλάξει ριζικά η κατάσταση»).