ἐπιβαρύνω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epivaryno
|Transliteration C=epivaryno
|Beta Code=e)pibaru/nw
|Beta Code=e)pibaru/nw
|Definition=[[press heavily on]] the enemy, <span class="bibl">App.<span class="title">Mith.</span>25</span>.
|Definition=[[press heavily on]] the enemy, App.''Mith.''25.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιβαρύνω Medium diacritics: ἐπιβαρύνω Low diacritics: επιβαρύνω Capitals: ΕΠΙΒΑΡΥΝΩ
Transliteration A: epibarýnō Transliteration B: epibarynō Transliteration C: epivaryno Beta Code: e)pibaru/nw

English (LSJ)

press heavily on the enemy, App.Mith.25.

German (Pape)

[Seite 928] = ἐπιβαρέω, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβᾰρύνω: ἐπίκειμαι βαρὺς κατὰ τοῦ ἐχθροῦ, Ἀππ. Μιθρ. 25:- οὕτως ἐν τῷ Μέσῳ, Βασίλ. τ. 2, σ. 487Α.

Greek Monolingual

(AM ἐπιβαρύνω) βαρύνω
πιέζω με πρόσθετο βάρος
νεοελλ.
1. επιβάλλω ενοχλητική υποχρέωση ή δέσμευση («θα επιβαρυνθώ με πρόσθετα έξοδα»)
2. (για κατάσταση) καταπιέζω («η νέα φορολογία επιβαρύνει τον λαό»)
3. επιδεινώνω, χειροτερεύω («με την απολογία του επιβάρυνε τη θέση του»)
αρχ.
ασκώ έντονη, βαριά πίεση πάνω σε κάποιον.