ἐπιβαρύνω: Difference between revisions
From LSJ
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epivaryno | |Transliteration C=epivaryno | ||
|Beta Code=e)pibaru/nw | |Beta Code=e)pibaru/nw | ||
|Definition=[[press heavily on]] the enemy, | |Definition=[[press heavily on]] the enemy, App.''Mith.''25. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:22, 25 August 2023
English (LSJ)
press heavily on the enemy, App.Mith.25.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβᾰρύνω: ἐπίκειμαι βαρὺς κατὰ τοῦ ἐχθροῦ, Ἀππ. Μιθρ. 25:- οὕτως ἐν τῷ Μέσῳ, Βασίλ. τ. 2, σ. 487Α.
Greek Monolingual
(AM ἐπιβαρύνω) βαρύνω
πιέζω με πρόσθετο βάρος
νεοελλ.
1. επιβάλλω ενοχλητική υποχρέωση ή δέσμευση («θα επιβαρυνθώ με πρόσθετα έξοδα»)
2. (για κατάσταση) καταπιέζω («η νέα φορολογία επιβαρύνει τον λαό»)
3. επιδεινώνω, χειροτερεύω («με την απολογία του επιβάρυνε τη θέση του»)
αρχ.
ασκώ έντονη, βαριά πίεση πάνω σε κάποιον.