κεφαλαιώδης: Difference between revisions

From LSJ

φύγωμεν οὖν τὴν συνήθειαν ... ἄγχει τὸν ἄνθρωπον, τῆς ἀληθείας ἀποτρέπει → so let's stay away from the habitual ... it strangles us, turns us away from the truth

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kefalaiodis
|Transliteration C=kefalaiodis
|Beta Code=kefalaiw/dhs
|Beta Code=kefalaiw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[capital]], [[principal]], Stoic.2.75, <span class="bibl">Luc.<span class="title">DMort.</span>20.1</span>: Comp., νόμοι <span class="bibl">Ph.2.183</span>, cf. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Salt.</span>61</span>, <span class="bibl">Hierocl. <span class="title">in CA</span>27p.484M.</span>: Sup., <span class="bibl">Hp.<span class="title">Decent.</span>6</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Pseudol.</span>10</span>; <b class="b3">τὸ κεφαλαιῶδες</b> the [[general]] [[character]] [[sum]]med up in a [[definition]], <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>2.12.9</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[summary]], [[ἐξήγησις]] <span class="bibl">Plb.2.14.1</span>; ὑπογραφή <span class="bibl">D.H.2.72</span>. Adv. [[κεφαλαιωδῶς]] = [[in summary form]], [[summarily]] <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1415b8</span>, <span class="bibl"><span class="title">Metaph.</span>988a18</span>, <span class="bibl">Plb.1.13.1</span>, <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span>8</span>, etc.: Sup. κεφαλαιωδέστατα <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Ep.</span>1p.31U.</span></span>
|Definition=κεφαλαιῶδες,<br><span class="bld">A</span> [[capital]], [[principal]], Stoic.2.75, Luc.''DMort.''20.1: Comp., νόμοι Ph.2.183, cf. Luc.''Salt.''61, Hierocl. ''in CA''27p.484M.: Sup., Hp.''Decent.''6, Luc.''Pseudol.''10; <b class="b3">τὸ κεφαλαιῶδες</b> the [[general]] [[character]] [[sum]]med up in a [[definition]], Arr.''Epict.''2.12.9.<br><span class="bld">II</span> [[summary]], [[ἐξήγησις]] Plb.2.14.1; ὑπογραφή D.H.2.72. Adv. [[κεφαλαιωδῶς]] = [[in summary form]], [[summarily]] Arist.''Rh.''1415b8, ''Metaph.''988a18, Plb.1.13.1, [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''8, etc.: Sup. κεφαλαιωδέστατα Epicur.''Ep.''1p.31U.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 06:29, 26 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεφαλαιώδης Medium diacritics: κεφαλαιώδης Low diacritics: κεφαλαιώδης Capitals: ΚΕΦΑΛΑΙΩΔΗΣ
Transliteration A: kephalaiṓdēs Transliteration B: kephalaiōdēs Transliteration C: kefalaiodis Beta Code: kefalaiw/dhs

English (LSJ)

κεφαλαιῶδες,
A capital, principal, Stoic.2.75, Luc.DMort.20.1: Comp., νόμοι Ph.2.183, cf. Luc.Salt.61, Hierocl. in CA27p.484M.: Sup., Hp.Decent.6, Luc.Pseudol.10; τὸ κεφαλαιῶδες the general character summed up in a definition, Arr.Epict.2.12.9.
II summary, ἐξήγησις Plb.2.14.1; ὑπογραφή D.H.2.72. Adv. κεφαλαιωδῶς = in summary form, summarily Arist.Rh.1415b8, Metaph.988a18, Plb.1.13.1, D.H.Comp.8, etc.: Sup. κεφαλαιωδέστατα Epicur.Ep.1p.31U.

German (Pape)

[Seite 1427] ες, der Hauptsache nach, summarisch; ὅσα κεφαλαιώδη μάνθανε Luc. D. Mort. 20, 1; a. Sp.; κεφαλαιωδέστερος Luc. salt. 61; vgl. noch Lob. zu Phryn. 271. – Adv. κεφαλαιωδῶς, Arist. rhet. 3, 14. 19; Pol. 1, 13, 1; häufig bei Sp.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
sommaire;
Cp. κεφαλαιωδέστερος.
Étymologie: κεφαλαῖος, -ωδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεφαλαιώδης -ες [κεφαλή] belangrijkst; subst. τὰ κεφαλαιώδη hoofdzaken; adv. κεφαλαιωδῶς samenvattend.

Russian (Dvoretsky)

κεφᾰλαιώδης: главный, основной, важнейший (κεφαλαιώδη μανθάνειν Luc.).

Greek Monolingual

-ες (ΑΜ κεφαλαιώδης, -ώδες) κεφάλαιον
αυτός που έχει πρωταρχική σημασία, που αποτελεί την ουσία ενός πράγματος, βασικός, κύριος, ουσιώδης (α. «αυτή η ενότητα έχει κεφαλαιώδη σημασία για την έκβαση της υπόθεσης» β. «ὅσα μέντοι κεφαλαιώδη, μάνθανε», Λουκιαν.)
αρχ.
1. σύντομος, βραχύς («χρήσιμον εἶναι κεφαλαιώδη μὲν ποιήσασθαι τὴν ἐξήγησιν», Πολ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κεφαλαιῶδες
αυτό το οποίο τίθεται περιληπτικά σε ορισμό ως πιο ουσιώδες.
επίρρ...
κεφαλαιωδῶς (Α κεφαλαιωδῶς)
κατά τρόπο κεφαλαιώδη, περιληπτικά («ἐπὶ βραχύ καὶ κεφαλαιωδῶς προεκθεμένους», Πολ.).

Greek Monotonic

κεφᾰλαιώδης: -ες (εἶδος), αρχικός, κύριος, πρώτιστος, σε Λουκ.· επίρρ. -δῶς, συνοπτικά, περιληπτικά, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

κεφᾰλαιώδης: -ες, (εἶδος) κύριος, πρῶτος, ὁ κυριώτατος, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 20. 1· ἐν τῷ συγκρ., π. Ὀρχ. 61, Ψευδολ. 10· τὸ κ., τὸ οὐσιῶδες καὶ κύριον περιληπτικῶς ἐκτιθέμενον ἐν ὁρισμῷ, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 12, 9. ― Ἐπίρρ. -δῶς, περιληπτικῶς, ἐν περιλήψει, ὡς τὸ ἐν κεφαλαίῳ, Ἀριστ. Ρητ. 3. 14, 8, Μ. τὰ Φυσ. 1. 7, 1. ― Συγκρ. ἐπίρρ. κεφαλαιοδεστέρως Τζέτζ. Σχόλ. εἰς Ἑρμογ. ἐν Κραμήρου Ἑλλ. Ἀν. τομ. 4. σ. 100, 1.

Middle Liddell

κεφᾰλαι-ώδης, ες εἶδος
capital, principal, chief, Luc.:—adv. -δῶς, summarily, Arist.