φλογώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=flogodis
|Transliteration C=flogodis
|Beta Code=flogw/dhs
|Beta Code=flogw/dhs
|Definition=φλογώδες,<br><span class="bld">A</span> [[like flame]], [[fiery-hot]], Arist.''Mir.''833a17, ''Mu.''392a35, Luc.''Anach.''16, etc.: Comp., ἥλιος φλογωδέστερος ἑαυτοῦ Them. ''Or.''10.134a: Sup., φλογωδέστατα θέρη Ph.2.226: of colour, [[fiery-red]], D.S. 2.50, Dsc.5.94 (Sup.): τὸ φ. [[fiery heat]], D.C.48.51.<br><span class="bld">2</span> of the effect of inflammation, [[fiery-red]], Hp.''Coac.''614; <b class="b3">τὸ φ. ἐν προσώπῳ</b> ib.7.<br><span class="bld">3</span> metaph., τὸ φ. ἐν τῇ διαλέκτῳ Phld.''Po.''2.41.
|Definition=φλογῶδες,<br><span class="bld">A</span> [[like flame]], [[fiery-hot]], Arist.''Mir.''833a17, ''Mu.''392a35, Luc.''Anach.''16, etc.: Comp., ἥλιος φλογωδέστερος ἑαυτοῦ Them. ''Or.''10.134a: Sup., φλογωδέστατα θέρη Ph.2.226: of colour, [[fiery-red]], D.S. 2.50, Dsc.5.94 (Sup.): τὸ φ. [[fiery heat]], D.C.48.51.<br><span class="bld">2</span> of the effect of inflammation, [[fiery-red]], Hp.''Coac.''614; <b class="b3">τὸ φ. ἐν προσώπῳ</b> ib.7.<br><span class="bld">3</span> metaph., τὸ φ. ἐν τῇ διαλέκτῳ Phld.''Po.''2.41.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 06:29, 26 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλογώδης Medium diacritics: φλογώδης Low diacritics: φλογώδης Capitals: ΦΛΟΓΩΔΗΣ
Transliteration A: phlogṓdēs Transliteration B: phlogōdēs Transliteration C: flogodis Beta Code: flogw/dhs

English (LSJ)

φλογῶδες,
A like flame, fiery-hot, Arist.Mir.833a17, Mu.392a35, Luc.Anach.16, etc.: Comp., ἥλιος φλογωδέστερος ἑαυτοῦ Them. Or.10.134a: Sup., φλογωδέστατα θέρη Ph.2.226: of colour, fiery-red, D.S. 2.50, Dsc.5.94 (Sup.): τὸ φ. fiery heat, D.C.48.51.
2 of the effect of inflammation, fiery-red, Hp.Coac.614; τὸ φ. ἐν προσώπῳ ib.7.
3 metaph., τὸ φ. ἐν τῇ διαλέκτῳ Phld.Po.2.41.

German (Pape)

[Seite 1292] ες, zsgz. = φλογοειδής; Hippocr.; Luc. Anach. 16.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
semblable à la flamme, d'un rouge de feu.
Étymologie: φλόξ, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

φλογώδης:
1 огненный или раскаленный (οὐσία Arst.);
2 палящий, жгучий (ἥλιος Luc.);
3 сверкающий, блестящий (χρυσός Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

φλογώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ φλογοειδής, ὅμοιος πρὸς φλόγα, πυρώδης, θερμότατος, Ἀριστ. περὶ Θαυμ. 38, περὶ Κόσμ. 2. 11, Λουκ. Ἀνάχ. 16, κλπ.· ἐπὶ χρώματος, ὁ ἔχων χρῶμα φλογός, Διόδ. 2. 50· ― τὸ φλογῶδες, πυρώδης θερμότης, Δίων Κάσσ. 48. 51. 2) ἐπὶ τοῦ ἀποτελέσματος τῆς φλογώσεως, ἐρυθρός, κατακόκκινος ἐκ τῆς φλεγμονῆς, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 220· τὸ φλ. ἐν προσώπῳ αὐτόθι 118.

Greek Monolingual

-ες / φλογώδης, -ῶδες, ΝΜΑ φλόξ, φλογός
1. όμοιος με φλόγα, καυτερός
2. αυτός που έχει το χρώμα της φωτιάς, πυρρός, ξανθοκόκκινος
νεοελλ.
γεμάτος φλόγες
αρχ.
1. ιατρ. ερυθρός λόγω φλεγμονής
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φλογῶδες
α) ακτινοβολούμενη θερμότητα, πύρα
β) ιατρ. ερύθημα λόγω φλεγμονής.