ὑλαῖος: Difference between revisions
Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit
m (LSJ1 replacement) |
|||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ylaios | |Transliteration C=ylaios | ||
|Beta Code=u(lai=os | |Beta Code=u(lai=os | ||
|Definition=[ῡ], α, ον, (ὕλη) < | |Definition=[ῡ], α, ον, ([[ὕλη]])<br><span class="bld">A</span> [[belonging to the wood]] or [[belonging to the forest]], [[savage]], [[θήρ]] Theoc.23.10; [[ἤθη]] Ael.''NA''16.10; [[ἀνθοσύνη]], i.e. [[weed]]s, ''AP''11.365 (Agath.):—[[Ὑλαία]], Ion. [[Ὑλαίη]], ἡ, a [[wild]] [[district]] on the [[Borysthenes]], [[Herodotus|Hdt.]]4.9, etc.<br><span class="bld">II</span> [[material]], [[corporeal]], Zos.Alch.p.114B., Procl.''H.'' 1.3.<br><span class="bld">b</span> [[concerned with matter]], θεοί Iamb.''Myst.''5.14, Dam.''Pr.''134; [[belonging to]] [[ὕλη]], opp. [[ἐμπύριος]] and [[αἰθέριος]], Procl.''Theol.Plat.''4.39. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1176.png Seite 1176]] 1) holzig, waldig; im Walde befindlich, lebend, θήρ, Theocr. 23, 10; ὑλαίη [[ἀνθοσύνη]], Agath. 71 (XI, 365); ἤθη, Ael. N. A. 16, 10. – 2) materiell, körperlich, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1176.png Seite 1176]] 1) holzig, waldig; im Walde befindlich, lebend, θήρ, Theocr. 23, 10; ὑλαίη [[ἀνθοσύνη]], Agath. 71 (XI, 365); ἤθη, Ael. N. A. 16, 10. – 2) materiell, körperlich, Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />[[de bois]], [[de forêt]].<br />'''Étymologie:''' [[ὕλη]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑλαῖος:''' (ῡ) лесной ([[θήρ]] Theocr.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑλαῖος''': -α, -ον, (ὕλη) ὁ ἀνήκων εἰς ὕλην, [[δάσος]], [[ἄγριος]], θὴρ ὑλ. Θεόκρ. 23. 10· ἤθη Αἰλ. π. Ζ. 16. 10· ὑλ. [[ἀνθοσύνη]], πόα τοῦ δάσους, Ἀνθ. Π. 11. 365· - ἐν Ξεν. Κυν. 7. 5. τὸ [[ὄνομα]] κυνός· - Ὑλαία, Ἰων. -αίη, ἡ, [[χώρα]] [[ὑλώδης]] παρὰ τὸν Βορυσθένη ποταμὸν (Δνείπερον), Ἡρόδ. 4. 9, κλπ. ΙΙ. [[ὑλικός]], [[σωματικός]], Πρόκλ. Ὑμν. εἰς τὸν Ἥλιον 3, Συνέσ., κλπ. | |lstext='''ὑλαῖος''': -α, -ον, (ὕλη) ὁ ἀνήκων εἰς ὕλην, [[δάσος]], [[ἄγριος]], θὴρ ὑλ. Θεόκρ. 23. 10· ἤθη Αἰλ. π. Ζ. 16. 10· ὑλ. [[ἀνθοσύνη]], πόα τοῦ δάσους, Ἀνθ. Π. 11. 365· - ἐν Ξεν. Κυν. 7. 5. τὸ [[ὄνομα]] κυνός· - Ὑλαία, Ἰων. -αίη, ἡ, [[χώρα]] [[ὑλώδης]] παρὰ τὸν Βορυσθένη ποταμὸν (Δνείπερον), Ἡρόδ. 4. 9, κλπ. ΙΙ. [[ὑλικός]], [[σωματικός]], Πρόκλ. Ὑμν. εἰς τὸν Ἥλιον 3, Συνέσ., κλπ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-αία, -ον, και ιων. τ. θηλ. ὑλαίη, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ὕλη, στο [[δάσος]], ή αυτός που ζει στο [[δάσος]], ο [[άγριος]]<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] σκύλου<br /><b>3.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο υλικό από το οποίο [[είναι]] κατασκευασμένο ένα [[αντικείμενο]], ο [[υλικός]]<br /><b>4.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ἡ Ὑλαία</i> και <i>Ὑλαίη</i><br />[[δασώδης]] [[χώρα]] της Σκυθίας [[κοντά]] στον Βορυσθένη ποταμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕλη</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> ( | |mltxt=-αία, -ον, και ιων. τ. θηλ. ὑλαίη, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ὕλη, στο [[δάσος]], ή αυτός που ζει στο [[δάσος]], ο [[άγριος]]<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] σκύλου<br /><b>3.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο υλικό από το οποίο [[είναι]] κατασκευασμένο ένα [[αντικείμενο]], ο [[υλικός]]<br /><b>4.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ἡ Ὑλαία</i> και <i>Ὑλαίη</i><br />[[δασώδης]] [[χώρα]] της Σκυθίας [[κοντά]] στον Βορυσθένη ποταμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕλη</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> ([[πρβλ]]. [[μοιραῖος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑλαῖος:''' -α, -ον ([[ὕλη]]), [[δασικός]], [[άγριος]], σε Θεόκρ. | |lsmtext='''ὑλαῖος:''' -α, -ον ([[ὕλη]]), [[δασικός]], [[άγριος]], σε Θεόκρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ὑλαῖος]], η, ον [ὕλη]<br />of the [[forest]], [[savage]], Theocr. | |mdlsjtxt=[[ὑλαῖος]], η, ον [ὕλη]<br />of the [[forest]], [[savage]], Theocr. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:02, 4 September 2023
English (LSJ)
[ῡ], α, ον, (ὕλη)
A belonging to the wood or belonging to the forest, savage, θήρ Theoc.23.10; ἤθη Ael.NA16.10; ἀνθοσύνη, i.e. weeds, AP11.365 (Agath.):—Ὑλαία, Ion. Ὑλαίη, ἡ, a wild district on the Borysthenes, Hdt.4.9, etc.
II material, corporeal, Zos.Alch.p.114B., Procl.H. 1.3.
b concerned with matter, θεοί Iamb.Myst.5.14, Dam.Pr.134; belonging to ὕλη, opp. ἐμπύριος and αἰθέριος, Procl.Theol.Plat.4.39.
German (Pape)
[Seite 1176] 1) holzig, waldig; im Walde befindlich, lebend, θήρ, Theocr. 23, 10; ὑλαίη ἀνθοσύνη, Agath. 71 (XI, 365); ἤθη, Ael. N. A. 16, 10. – 2) materiell, körperlich, Sp.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de bois, de forêt.
Étymologie: ὕλη.
Russian (Dvoretsky)
ὑλαῖος: (ῡ) лесной (θήρ Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑλαῖος: -α, -ον, (ὕλη) ὁ ἀνήκων εἰς ὕλην, δάσος, ἄγριος, θὴρ ὑλ. Θεόκρ. 23. 10· ἤθη Αἰλ. π. Ζ. 16. 10· ὑλ. ἀνθοσύνη, πόα τοῦ δάσους, Ἀνθ. Π. 11. 365· - ἐν Ξεν. Κυν. 7. 5. τὸ ὄνομα κυνός· - Ὑλαία, Ἰων. -αίη, ἡ, χώρα ὑλώδης παρὰ τὸν Βορυσθένη ποταμὸν (Δνείπερον), Ἡρόδ. 4. 9, κλπ. ΙΙ. ὑλικός, σωματικός, Πρόκλ. Ὑμν. εἰς τὸν Ἥλιον 3, Συνέσ., κλπ.
Greek Monolingual
-αία, -ον, και ιων. τ. θηλ. ὑλαίη, Α
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ὕλη, στο δάσος, ή αυτός που ζει στο δάσος, ο άγριος
2. ονομασία σκύλου
3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένο ένα αντικείμενο, ο υλικός
4. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Ὑλαία και Ὑλαίη
δασώδης χώρα της Σκυθίας κοντά στον Βορυσθένη ποταμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + κατάλ. -αῖος (πρβλ. μοιραῖος)].
Greek Monotonic
ὑλαῖος: -α, -ον (ὕλη), δασικός, άγριος, σε Θεόκρ.