φιλύρα: Difference between revisions
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=filyra | |Transliteration C=filyra | ||
|Beta Code=filu/ra | |Beta Code=filu/ra | ||
|Definition=[ῠ], Ion. [[φιλύρη]], ἡ, < | |Definition=[ῠ], Ion. [[φιλύρη]], ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[lime tree]], [[Tilia platyphyllos]], [[Herodotus|Hdt.]]4.67, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 1.12.4, al., Dsc.1.96, Corn.''ND''24.<br><span class="bld">2</span> [[φιλύρα ἄρρην]] = [[φιλυρέα]], and [[φιλύρα θήλεια]] = [[silver lime]], [[Tilia tomentosa]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 3.10.4.<br><span class="bld">II</span> the [[bass]] underneath its [[bark]], used for writing on, Gal.18(2).630, Hdn.1.17.1, D.C.72.8; for [[garland]]s, φιλύρας.. ἄφυλλος στέφανος Xenarch.13. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />tilleul, <i>arbre</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. non établie. | |btext=ας (ἡ) :<br />tilleul, <i>arbre</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. non établie. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φῐλύρα:''' ион. [[φιλύρη]] (ῠ) ἡ бот. липа Her. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φῐλύρα:''' [ῠ], Ιων. -ρη, <i>ἡ</i>, το δέντρο [[φλαμουριά]] ή [[φιλύρα]], Λατ. [[tilia]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''φῐλύρα:''' [ῠ], Ιων. -ρη, <i>ἡ</i>, το δέντρο [[φλαμουριά]] ή [[φιλύρα]], Λατ. [[tilia]], σε Ηρόδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 36: | Line 36: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[lime tree]] | |woodrun=[[lime tree]] | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[φλαμούρι]]). Σκοτεινή ἡ [[ἐτυμολογία]] του. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:03, 4 September 2023
English (LSJ)
[ῠ], Ion. φιλύρη, ἡ,
A lime tree, Tilia platyphyllos, Hdt.4.67, Thphr. HP 1.12.4, al., Dsc.1.96, Corn.ND24.
2 φιλύρα ἄρρην = φιλυρέα, and φιλύρα θήλεια = silver lime, Tilia tomentosa, Thphr. HP 3.10.4.
II the bass underneath its bark, used for writing on, Gal.18(2).630, Hdn.1.17.1, D.C.72.8; for garlands, φιλύρας.. ἄφυλλος στέφανος Xenarch.13.
German (Pape)
[Seite 1289] ἡ, ion. φιλύρη (φίλυρα ist falsche Betonung), – 1) die Linde; Her. 4, 67; Theophr. – 2) der Bast unter der Rinde, wovon Papier gemacht, Matten geflochten, Kränze geknüpft wurden.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
tilleul, arbre.
Étymologie: DELG étym. non établie.
Russian (Dvoretsky)
φῐλύρα: ион. φιλύρη (ῠ) ἡ бот. липа Her.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλύρα: [ῠ], Ἰων. -ρη, ἡ, τὸ δένδρον τὸ παράγον τὸ ἄνθος «τίλιον», «ψελιουριὰ» ἐν Θράκῃ νῦν, κοινῶς «φλαμοῦρι», Λατ. tilia, Ἡρόδ. 4. 67, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 12, 4, κλπ. ΙΙ. τὸ ὑπένδυμα τὸ ὑποκάτω τοῦ φλοιοῦ, χρησιμεῦον πρὸς γραφὴν ἀντὶ χάρτου, Ἡρῳδιαν. 1. 17, Δίων Κάσσ. 72. 8· ἢ πρὸς κατασκευὴν στεφάνου, φιλύρας εἶχε γὰρ ὁ παῖς ἄφυλλον στέφανον ἀμφικείμενον Ξέναρχ. ἐν «Στρατιώτῃ» 1, πρβλ. Horat. Od. 1. 38·
Greek Monolingual
η, ΝΑ, και ιων. τ. φιλύρη Α
κοινή και λόγια ονομασία τών αυτοφυών στην Ελλάδα και, κατ' επέκταση, όλων τών ειδών δένδρων του γένους τιλία, τα οποία είναι γνωστά με την κοινή ονομασία φλαμουριά και από τα άνθη τών οποίων παρασκευάζεται το γνωστό αφέψημα τίλιο
αρχ.
το κάτω από τον φλοιό τών δένδρων αυτών στρώμα, που χρησίμευε ως χαρτί για γραφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ.. Κατά μία άποψη, η λ. φιλύρα είναι σύνθ., με α' συνθετικό τη λ. φίλος και β' συνθετικό τον τ. ὕρον
σμῆνος, που παραδίδει ο Ησύχ., και το δένδρο αυτό ονομάστηκε έτσι λόγω του ότι τα άνθη του προσελκύουν τις μέλισσες (για τη σημασιολογική σχέση τών τ. πρβλ. τα ακόλουθα ζεύγη: λατ. apium «σέλινο»: apis «μέλισσα», γερμ. Bienen-baum, ονομασία δένδρου: Biene «μέλισσα»)].
Greek Monotonic
φῐλύρα: [ῠ], Ιων. -ρη, ἡ, το δέντρο φλαμουριά ή φιλύρα, Λατ. tilia, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
φῐλῠ́ρα, Ionic -ρη, ἡ,
the lime or linden tree, Lat. tilia, Hdt.
Frisk Etymology German
φιλύρα: {philúra}
Forms: ion. -ρη
Grammar: f.
Meaning: Linde, Tilia, Lindenbast (Hdt., Thphr., Gal. u.a.).
Derivative: Davon φιλυρέα f. Steinlinde, Phillyrea media (Thphr.; nach πτελέα u.a.), -ιον n. Täfelchen von Lindenholz (Ael.), -ινος linden, von Lindenholz (Hp., Ar., D. C. u.a.).
Etymology: Nicht sicher erklärt. Hypothese von Strömberg Pflanzenn. 119: aus φίλος und ὕρον Bienenschwarm (s. ὕραξ) wegen der Anziehungskraft der Linde auf die Bienen; vgl. lat. apium Eppich (: apis), nhd. Bienenbaum Acer campestre und die übrigen Ausführungen bei Strömberg a. O. — Der europäische Lindenbaum kommt in Griechenland nicht vor; nur im Norden der Balkanhalbinsel, namentlich auf den makedonischen Bergen, erscheint die von Thphr. HP 3, 10 beschriebene Silberlinde (s. Schrader-Nehring Reallex. 2, 12 m. Lit.).
Page 2,1020
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=φλαμούρι). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του.