ἐπισπαστήρ: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epispastir
|Transliteration C=epispastir
|Beta Code=e)pispasth/r
|Beta Code=e)pispasth/r
|Definition=ῆρος, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[latch]] or [[handle by which]] [[a door is pulled to]], <span class="bibl">Hdt.6.91</span>: spelt ἐπι-σπατήρ <span class="title">IG</span>22.1672.123. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span>. <b class="b3">τρίκλωστον ἐπισπαστῆρα βόλοιο</b>, of the fowler's [[line]], AP6.109 (Antip.).</span>
|Definition=ἐπισπαστῆρος, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[latch]] or [[handle by which]] [[a door is pulled to]], [[Herodotus|Hdt.]]6.91: spelt ἐπι-σπατήρ ''IG''22.1672.123.<br><span class="bld">II</span>. <b class="b3">τρίκλωστον ἐπισπαστῆρα βόλοιο</b>, of the fowler's [[line]], AP6.109 (Antip.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />][[anneau pour tirer et fermer une porte]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπισπάω]].
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />[[anneau pour tirer et fermer une porte]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπισπάω]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπισπαστήρ]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> το [[χερούλι]] της πόρτας<br /><b>2.</b> αλιευτικό [[σχοινί]] για το [[τράβηγμα]] του διχτιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[επισπώ]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τηρ</i> ([[πρβλ]]. <i>στεγασ</i>-<i>τήρ</i>)].
|mltxt=[[ἐπισπαστήρ]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> το [[χερούλι]] της πόρτας<br /><b>2.</b> αλιευτικό [[σχοινί]] για το [[τράβηγμα]] του διχτιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[επισπώ]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τηρ</i> ([[πρβλ]]. [[στεγαστήρ]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 12:06, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισπαστήρ Medium diacritics: ἐπισπαστήρ Low diacritics: επισπαστήρ Capitals: ΕΠΙΣΠΑΣΤΗΡ
Transliteration A: epispastḗr Transliteration B: epispastēr Transliteration C: epispastir Beta Code: e)pispasth/r

English (LSJ)

ἐπισπαστῆρος, ὁ,
A latch or handle by which a door is pulled to, Hdt.6.91: spelt ἐπι-σπατήρ IG22.1672.123.
II. τρίκλωστον ἐπισπαστῆρα βόλοιο, of the fowler's line, AP6.109 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 980] ῆρος, ὁ, der Griff, womit die Thür von innen zugezogen ward, Her. 6, 91. – Antip. Sid. 17 (VI, 109) nennt die Angelschnur κρυφίου τρίκλωστον ἐπισπαστῆρα βόλοιο.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
anneau pour tirer et fermer une porte.
Étymologie: ἐπισπάω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισπαστήρ: ῆρος ὁ
1 дверное кольцо, скоба (ἐπιλαβόμενος τῶν ἐπισπαστήρων Her.);
2 бечева, стягивающая рыболовную или звероловную сеть Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισπαστήρ: ῆρος, ὁ (ἐπισπάω) σιδήριον ἢ λαβὴ δι’ ἧς, ἡ θύρα ἕλκεται ὅταν θέλῃ νὰ κλείσῃ τις αὐτήν, εὑρὼν προσκειμένας τὰς θύρας καὶ λαβόμενος τῶν ἐπισπαστήρων ἀπρὶξ εἴχετο κρατερῶς τε καὶ ἐγκρατῶς Ἡρόδ. 6. 91. πρβλ. ἐπισπάω Ι. 2. ― Κατὰ Σουΐδ. «ἐπισπαστῆρες, τῶν θυρῶν τὰ προσηλωμένα σιδήρια, δι’ ὧν ἀνακλίνεται ἡ πύλη» καὶ «ἐπισπαστήρων, τῶν τῆς θύρας κρατημάτων», πρβλ. ἐπίσπαστρον. ΙΙ. τρίκλωστον ἐπισπαστῆρα βόλοιο, ἐπὶ τῆς ὁρμιᾶς τοῦ ἁλιέως, Ἀνθ. Π. 6. 109.

Greek Monolingual

ἐπισπαστήρ, ὁ (Α)
1. το χερούλι της πόρτας
2. αλιευτικό σχοινί για το τράβηγμα του διχτιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επισπώ + επίθημα -τηρ (πρβλ. στεγαστήρ)].

Greek Monotonic

ἐπισπαστήρ: -ῆρος, ὁ (ἐπισπάω),·
I. μάνταλο ή χερούλι, λαβή με την οποία τραβιέται η πόρτα, σε Ηρόδ.
II. καλάμι ψαρέματος ή πετονιά, παλαμάρι ψαρά, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἐπισπαστήρ, ῆρος, [from ἐπισπάω
I. the latch or handle by which a door is pulled to, Hdt.
II. the angler's rod or line, Anth.