Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συμμύω: Difference between revisions

From LSJ

Μί' ἐστὶν ἀρετὴ τἄτοπον φεύγειν ἀεί → Numquam non fugere inepta , et hoc virtutis est → Die einzge Tugend: meiden, was abwegig ist

Menander, Monostichoi, 339
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "Pl.''Phdr.''" to "Pl.''Phdr.''")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=symmyo
|Transliteration C=symmyo
|Beta Code=summu/w
|Beta Code=summu/w
|Definition=[[shut up]], [[close]], of wounds, σὺν δ' ἕλκεα πάντα μέμυκεν Il.24.420; of the eyelids, Pl.''Ti.''45e; <b class="b3">ἄνω κεχηνὼς ἢ κάτω συμμεμυκώς</b> looking up with open lips or down [[with closed lips]], Id.''R.''529b (hence, to [[be silent]], <b class="b3">ἵνα συμμύσαντες πειθαρχῶσιν</b> prob. in Plb.30.32.8); also of other openings, as of the [[os uteri]], Hp.''Aph.''5.51, Arist. ''HA''582b19, al.; of pores, Pl.''Phdr.''251b; of bivalve shellfish, Epich.42, Arist.''HA''535a18; of the 'sleep' of plants, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 2.19.1, al., ''Gp.''11.20.3; of shields which 'give' under a blow, [[Theophrastus]] ''HP''5.3.4; of the double reed of a musical instrument, ib.4.11.4; of green wood, ib.5.6.3.
|Definition=[[shut up]], [[close]], of wounds, σὺν δ' ἕλκεα πάντα μέμυκεν Il.24.420; of the eyelids, Pl.''Ti.''45e; <b class="b3">ἄνω κεχηνὼς ἢ κάτω συμμεμυκώς</b> looking up with open lips or down [[with closed lips]], Id.''R.''529b (hence, to [[be silent]], <b class="b3">ἵνα συμμύσαντες πειθαρχῶσιν</b> prob. in Plb.30.32.8); also of other openings, as of the [[os uteri]], Hp.''Aph.''5.51, Arist. ''HA''582b19, al.; of pores, [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]''251b; of bivalve shellfish, Epich.42, Arist.''HA''535a18; of the 'sleep' of plants, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 2.19.1, al., ''Gp.''11.20.3; of shields which 'give' under a blow, [[Theophrastus]] ''HP''5.3.4; of the double reed of a musical instrument, ib.4.11.4; of green wood, ib.5.6.3.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:58, 18 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμύω Medium diacritics: συμμύω Low diacritics: συμμύω Capitals: ΣΥΜΜΥΩ
Transliteration A: symmýō Transliteration B: symmyō Transliteration C: symmyo Beta Code: summu/w

English (LSJ)

shut up, close, of wounds, σὺν δ' ἕλκεα πάντα μέμυκεν Il.24.420; of the eyelids, Pl.Ti.45e; ἄνω κεχηνὼς ἢ κάτω συμμεμυκώς looking up with open lips or down with closed lips, Id.R.529b (hence, to be silent, ἵνα συμμύσαντες πειθαρχῶσιν prob. in Plb.30.32.8); also of other openings, as of the os uteri, Hp.Aph.5.51, Arist. HA582b19, al.; of pores, Pl.Phdr.251b; of bivalve shellfish, Epich.42, Arist.HA535a18; of the 'sleep' of plants, Thphr. CP 2.19.1, al., Gp.11.20.3; of shields which 'give' under a blow, Theophrastus HP5.3.4; of the double reed of a musical instrument, ib.4.11.4; of green wood, ib.5.6.3.

German (Pape)

[Seite 983] intrans., sich zuschließen; σὺν δ' ἕλκεα πάντα μέμυκεν, Il. 24, 420; ἄνω κεχηνὼς ἢ κάτω συμμεμυκώς, Plat. Rep. VIII, 529 b; ὑπὸ σκληρότητος συμμεμυκότα, zusammengeschlossen, gedrängt, Phaedr. 251 b, Arist. physiogn. 3 setzt ὄμμα συμμύον dem ἀνεπτυγμένον entgegen. – Auch die Lippen schließen, d. i. schweigen, ἵνα συμμύσαντες πειθαρχῶσιν, Pol. 31, 8, 8, Em. für συμμίξαντες.

French (Bailly abrégé)

se rapprocher, se fermer en parl. des paupières, des lèvres ; en parl. de pers. avoir les yeux fermés.
Étymologie: σύν, μύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-μύω zich sluiten, dichtgaan:. σύν … ἕλκεα πάντα μέμυκεν de wonden zijn allemaal dichtgegaan Il. 24.420; συμμεμυκώς met gesloten mond Plat. Resp. 529b.

Russian (Dvoretsky)

συμμύω:
1 закрываться (σὺν δ᾽ ἕλκεα πάντα μέμυκε Hom.; ὅταν τὰ βλέφαρα συμμύσῃ Plat.);
2 держать глаза закрытыми: κάτω συμμεμυκώς Plat. склонившись вниз с закрытыми глазами;
3 держать рот закрытым, т. е. молчать: συμμύσαντες Polyb. безмолвные или молча.

Greek Monolingual

ΜΑ
(αμτβ.) (για τραύματα ή πληγές, για τα μάτια, για το στόμιο της μήτρας τών έγκυων γυναικών ή και για φυτά ή άνθη) κλείνω («τὰ κρίνα οὔπω ἀνεῳγότα ἀλλ' ἔτι συμμεμυκότα», Γεωπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μύω «κλείνω»].

Greek Monotonic

συμμύω: μέλ. -μύσω, κλείνω μαζί, κλείνω εντελώς, είμαι εντελώς κλεισμένος, λέγεται για τραύματα, σε Ομήρ. Ιλ.· συμμεμυκώς, αυτός που έχει τα μάτια του κλειστά, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

συμμύω: μέλλ. -ύσω, συγκλείομαι, κλείομαι, ἐπὶ τραυμάτων ἢ ἑλκῶν, σὺν δ’ ἕλκεα πάντα μέμυκε Ἰλ. Ω. 420· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῶν βλεφάρων καὶ τῶν χειλέων, Πλάτ. Φαῖδρ. 251Β, Τίμ. 45Ε· καὶ ἐπὶ ἀνθρώπου, κάτω συμμεμυκώς, ἐστραμμένος πρὸς τὰ κάτω μὲ κλειστοὺς τοὺς ὀφθαλμούς, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 529Β (ἐντεῦθεν, σιωπῶ, Πολύβ. 31. 8, 8)· ― ὡσαύτως ἐπὶ ἄλλων ἀνοιγμάτων, οἷον ἐπὶ τοῦ στομίου τῆς μήτρας ἐγκύων γυναικῶν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 1255, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 2, 4, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τῶν πόρων, Πλάτ. Φαῖδρ. 251Β· ἐπὶ διθύρου ὀστρακοδέρμου, Ἐπίχ. 23 Ahr., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 32· ἐπὶ φυτῶν καὶ ἀνθέων, Θεόφρ., κλπ.

Middle Liddell

fut. -μύσω
to be shut up, to close, be closed, of wounds, Il.; συμμεμυκώς with closed eyes, Plat.