ἀφιλόσοφος: Difference between revisions
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no inclinado a la filosofía]] de pers. [[ἄμουσος]] ... καὶ ἀ. Pl.<i>Sph</i>.259e, ἀ. καὶ [[ἀνάγωγος]] Plb.12.25.6, γένος Pl.<i>Ti</i>.73a, ἀφιλόσοφος καὶ [[ἰδιώτης]] Ph.<i>Fr</i>.35<br /><b class="num">•</b>fig. [[ignorante]], [[poco reflexivo]] περὶ δὲ ἤθη | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no inclinado a la filosofía]] de pers. [[ἄμουσος]] ... καὶ ἀ. Pl.<i>Sph</i>.259e, ἀ. καὶ [[ἀνάγωγος]] Plb.12.25.6, γένος Pl.<i>Ti</i>.73a, ἀφιλόσοφος καὶ [[ἰδιώτης]] Ph.<i>Fr</i>.35<br /><b class="num">•</b>fig. [[ignorante]], [[poco reflexivo]] περὶ δὲ ἤθη ἀφιλόσοφος Hsch.H.<i>Hom</i>.17.1.29.<br /><b class="num">2</b> [[no filosófico]], [[impropio de un filósofo]] de abstr. [[δίαιτα]] Pl.<i>Phdr</i>.256c, [[ὁμολογία]]ι Plu.2.464b, [[τήρησις]] S.E.<i>M</i>.11.165, οὐδὲν [[γάρ]] ἐστι τῶν καλουμένων φιλοσόφων ἀφιλοσοφώτερον = no hay nada menos filosófico que los llamados filósofos</i> Ath.611d, ἀφιλόσοφα μεθοδεύοντες Eust.<i>Op</i>.257.92, cf. Porph.<i>Plot</i>.21.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀφιλοσόφως]] = [[sin inclinación por la filosofía]] ζῆν ἀφιλοσόφως Origenes <i>Cels</i>.2.17<br /><b class="num">•</b>[[de modo poco filosófico]] συντίθεμαι ἀφιλοσόφως εἰς τύπον [[μνησίκακος|μνησίκακον]] Eust.<i>Op</i>.107.41, cf. 109.28. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:33, 18 September 2023
English (LSJ)
ἀφιλόσοφον, of persons,
A without taste for philosophy, one who does not love philosophy, Id.Sph.259e, Ph. Fr.35 H.; γένος Pl.Ti.73a; συγγραφεύς unphilosophical, Plb.12.25.6.
2 of conditions, unphilosophic, unphilosophic, δίαιτα Pl.Phdr.256c; ἀφιλόσοφος τήρησις S.E.M.11.165.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no inclinado a la filosofía de pers. ἄμουσος ... καὶ ἀ. Pl.Sph.259e, ἀ. καὶ ἀνάγωγος Plb.12.25.6, γένος Pl.Ti.73a, ἀφιλόσοφος καὶ ἰδιώτης Ph.Fr.35
•fig. ignorante, poco reflexivo περὶ δὲ ἤθη ἀφιλόσοφος Hsch.H.Hom.17.1.29.
2 no filosófico, impropio de un filósofo de abstr. δίαιτα Pl.Phdr.256c, ὁμολογίαι Plu.2.464b, τήρησις S.E.M.11.165, οὐδὲν γάρ ἐστι τῶν καλουμένων φιλοσόφων ἀφιλοσοφώτερον = no hay nada menos filosófico que los llamados filósofos Ath.611d, ἀφιλόσοφα μεθοδεύοντες Eust.Op.257.92, cf. Porph.Plot.21.
II adv. ἀφιλοσόφως = sin inclinación por la filosofía ζῆν ἀφιλοσόφως Origenes Cels.2.17
•de modo poco filosófico συντίθεμαι ἀφιλοσόφως εἰς τύπον μνησίκακον Eust.Op.107.41, cf. 109.28.
German (Pape)
[Seite 412] unphilosophisch, καὶ ἄμουσος Plat. Soph. 259 e; Tim. 75 a; Sp., Pol. 12, 25.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui n'a pas de goût pour la philosophie;
2 en parl. de choses qui ne convient pas à un philosophe ou pour l'étude de la philosophie.
Étymologie: ἀ, φιλόσοφος.
Russian (Dvoretsky)
ἀφιλόσοφος: чуждый философии, нефилософский Plat., Polyb., Plut., Sext.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφῐλόσοφος: -ον, ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ ἔχων ἀγάπην πρὸς τὴν φιλοσοφίαν, Πλάτ. Σοφ. 259Ε. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἀκατάλληλος πρὸς τὴν φιλοσοφίαν, δίαιτα Πλάτ. Φαῖδρ. 256Β· γαστριμαργία ὁ αὐτ. Τίμ. 73Α· ἀφ. τήρησις Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 165. - Ἐπίρρ. ἀφιλοσόφως, Ὠριγέν. κτλ.
Greek Monolingual
ἀφιλόσοφος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν αγαπά τη φιλοσοφία
2. (για καταστάσεις) ο ακατάλληλος για φιλοσοφία.
Greek Monotonic
ἀφῐλόσοφος: -ον, μη φιλοσοφικός, σε Πλάτ.