μορμολύττομαι: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
(3) |
|||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mormolyttomai | |Transliteration C=mormolyttomai | ||
|Beta Code=mormolu/ttomai | |Beta Code=mormolu/ttomai | ||
|Definition=only pres. and impf. (exc. aor. 1 part. < | |Definition=only pres. and impf. (exc. aor. 1 part.<br><span class="bld">A</span> [[μορμολυξάμενος]] Gal.10.106): ([[μορμώ]]):—[[frighten]], [[scare]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''1245, Pl.''Cri.''46c, Ph.2.468; μ. τοὺς φίλους X.''Smp.''4.27.<br><span class="bld">II</span> [[fear]], [[be afraid of]], τὸν θάνατον Pl.''Ax.'' 364b.—Act. [[μορμολύττω]] is [[falsa lectio|f.l.]] in Crates Com.8. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μορμολύττομαι:'''<br /><b class="num">1</b> [[бояться]] (οἱ μορμολυττόμενοι τὸν θάνατον Plat.);<br /><b class="num">2</b> [[пугать]], [[устрашать]] (τινα Arph.);<br /><b class="num">3</b> [[отпугивать]] (τινα [[ἀπό]] τινος Xen.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μορμολύττομαι''': ἀποθ. ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., πλὴν ὅτι ὁ ἀόρ. α΄ μορμολυξάμενος ἀπαντᾷ παρὰ τῷ Γαλην.· (μορμώ). Ἐκφοβῶ, | |lstext='''μορμολύττομαι''': ἀποθ. ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., πλὴν ὅτι ὁ ἀόρ. α΄ μορμολυξάμενος ἀπαντᾷ παρὰ τῷ Γαλην.· (μορμώ). Ἐκφοβῶ, «σκιάζω», Ἀριστοφ. Ὄρν. 1245, Πλάτ. Κρίτων 46C· μ. τινα ἀπό τινος Ξεν. Συμπ. 4. 27. ΙΙ. φοβοῦμαι, «σκιάζομαι», τι Πλάτ. Αξίοχ. 364Β. - Ὁ ἐνεργ. [[τύπος]] μορμολύττω δὲν ἀπαντᾷ, [[διότι]] ὁ Meineke διώρθωσε τὰ χωρία ἐν Κράτ. «Ἥρωσιν» 1, ἴδε Κωμ. Ἀποσπ. 4. 658· ἀλλ’ ὁ Φώτ. ἔχει: μορμορύζει: ἐκφοβεῖ παρὰ τὴν [[Μορμώ]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μορμολύττομαι]] (ΑΜ)<br /><b>1.</b> [[τρομάζω]] κάποιον, [[εκφοβίζω]], [[φοβίζω]] («πότερα Λυδὸν ἢ Φρύγα ταὐτὶ λέγουσα μορμολύττεσθαι | |mltxt=[[μορμολύττομαι]] (ΑΜ)<br /><b>1.</b> [[τρομάζω]] κάποιον, [[εκφοβίζω]], [[φοβίζω]] («πότερα Λυδὸν ἢ Φρύγα ταὐτὶ λέγουσα μορμολύττεσθαι δοκεῖς;», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φοβάμαι]], σκιάζομαι, [[τρέμω]] («τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μορφώ]] με εκφραστική [[παρέκταση]] -<i>λυττ</i>- ([[πρβλ]]. <i>πομφολύξαι</i> / [[πομφόλυξ]]: [[πομφός]], <i>βδε</i>-<i>λύττομαι</i>: [[βδελυρός]], [[βδέω]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το ρ. [[μορμολύττομαι]] προήλθε με [[ανομοίωση]] από <i>μορμορύττομαι</i> ([[πρβλ]]. [[μόρμορος]], [[μορμόρυξις]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μορμολύττομαι:''' ([[μορμώ]])·<br /><b class="num">I.</b> αποθ., μόνο σε ενεστ. και παρατ., κάνω κάποιον να τρομάξει, [[φοβίζω]], σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[φοβάμαι]] για, <i>τι</i>, σε Πλάτ. | |lsmtext='''μορμολύττομαι:''' ([[μορμώ]])·<br /><b class="num">I.</b> αποθ., μόνο σε ενεστ. και παρατ., κάνω κάποιον να τρομάξει, [[φοβίζω]], σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[φοβάμαι]] για, <i>τι</i>, σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=[[μορμολύττομαι]], only in pres. and imperf.] [[μορμώ]]<br />Dep.:<br /><b class="num">I.</b> to [[frighten]], [[scare]], Ar., Plat.<br /><b class="num">II.</b> to be [[afraid]] of, τι Plat. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 06:55, 21 September 2023
English (LSJ)
only pres. and impf. (exc. aor. 1 part.
A μορμολυξάμενος Gal.10.106): (μορμώ):—frighten, scare, Ar.Av.1245, Pl.Cri.46c, Ph.2.468; μ. τοὺς φίλους X.Smp.4.27.
II fear, be afraid of, τὸν θάνατον Pl.Ax. 364b.—Act. μορμολύττω is f.l. in Crates Com.8.
Russian (Dvoretsky)
μορμολύττομαι:
1 бояться (οἱ μορμολυττόμενοι τὸν θάνατον Plat.);
2 пугать, устрашать (τινα Arph.);
3 отпугивать (τινα ἀπό τινος Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
μορμολύττομαι: ἀποθ. ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., πλὴν ὅτι ὁ ἀόρ. α΄ μορμολυξάμενος ἀπαντᾷ παρὰ τῷ Γαλην.· (μορμώ). Ἐκφοβῶ, «σκιάζω», Ἀριστοφ. Ὄρν. 1245, Πλάτ. Κρίτων 46C· μ. τινα ἀπό τινος Ξεν. Συμπ. 4. 27. ΙΙ. φοβοῦμαι, «σκιάζομαι», τι Πλάτ. Αξίοχ. 364Β. - Ὁ ἐνεργ. τύπος μορμολύττω δὲν ἀπαντᾷ, διότι ὁ Meineke διώρθωσε τὰ χωρία ἐν Κράτ. «Ἥρωσιν» 1, ἴδε Κωμ. Ἀποσπ. 4. 658· ἀλλ’ ὁ Φώτ. ἔχει: μορμορύζει: ἐκφοβεῖ παρὰ τὴν Μορμώ.
Greek Monolingual
μορμολύττομαι (ΑΜ)
1. τρομάζω κάποιον, εκφοβίζω, φοβίζω («πότερα Λυδὸν ἢ Φρύγα ταὐτὶ λέγουσα μορμολύττεσθαι δοκεῖς;», Αριστοφ.)
2. φοβάμαι, σκιάζομαι, τρέμω («τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μορφώ με εκφραστική παρέκταση -λυττ- (πρβλ. πομφολύξαι / πομφόλυξ: πομφός, βδε-λύττομαι: βδελυρός, βδέω). Κατ' άλλη άποψη, το ρ. μορμολύττομαι προήλθε με ανομοίωση από μορμορύττομαι (πρβλ. μόρμορος, μορμόρυξις)].
Greek Monotonic
μορμολύττομαι: (μορμώ)·
I. αποθ., μόνο σε ενεστ. και παρατ., κάνω κάποιον να τρομάξει, φοβίζω, σε Αριστοφ., Πλάτ.
II. φοβάμαι για, τι, σε Πλάτ.
Middle Liddell
μορμολύττομαι, only in pres. and imperf.] μορμώ
Dep.:
I. to frighten, scare, Ar., Plat.
II. to be afraid of, τι Plat.