ἐπίκληρος: Difference between revisions
ὁ γοῦν κυνικὸς Μένιππος ἁλμοπότιν τὴν Μύνδον φησίν (Athenaios 1.34e) → At any rate the Cynic (satirist) Menippus says that Myndus is a brine-drinking town.
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epikliros | |Transliteration C=epikliros | ||
|Beta Code=e)pi/klhros | |Beta Code=e)pi/klhros | ||
|Definition=Dor. [[ἐπίκλαρος]], <b class="b3">ἡ ὁ</b> only in Thom.Mag.p.138R.),<br><span class="bld">A</span> [[heiress]], Ar.''Av.''1653, ''V.'' 583. And.1.121, Lys.26.12, Pl.''Lg.''630e, Arist.''Ath.''9.2, ''Pol.''1270a27, ''IG''22.1165, ''Test.Epict.''3.31, etc.; ὥσπερ ἐπικλήρου.. ἀμφις βητήσων ἥκει Lys.24.14.<br><span class="bld">2</span>. c. dat., <b class="b3">ἐ. τῇ ἀρχῇ</b> (so codd.: prob. <b class="b3">τῆς ἀρχῆς</b>) [[heiress]] to the [[kingdom]], D.H.1.70: c. gen., ἐ. οὐσίας μεγάλης Plu. ''Cleom.''1.<br><span class="bld">3</span>. Astrol., perhaps [[falsa lectio|f.l.]] for [[ἔγκληρος]], ''Cat.Cod.Astr.''8(4).225. | |Definition=Dor. [[ἐπίκλαρος]], <b class="b3">ἡ ὁ</b> only in Thom.Mag.p.138R.),<br><span class="bld">A</span> [[heiress]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''1653, ''V.'' 583. And.1.121, Lys.26.12, Pl.''Lg.''630e, Arist.''Ath.''9.2, ''Pol.''1270a27, ''IG''22.1165, ''Test.Epict.''3.31, etc.; ὥσπερ ἐπικλήρου.. ἀμφις βητήσων ἥκει Lys.24.14.<br><span class="bld">2</span>. c. dat., <b class="b3">ἐ. τῇ ἀρχῇ</b> (so codd.: prob. <b class="b3">τῆς ἀρχῆς</b>) [[heiress]] to the [[kingdom]], D.H.1.70: c. gen., ἐ. οὐσίας μεγάλης Plu. ''Cleom.''1.<br><span class="bld">3</span>. Astrol., perhaps [[falsa lectio|f.l.]] for [[ἔγκληρος]], ''Cat.Cod.Astr.''8(4).225. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 07:10, 21 September 2023
English (LSJ)
Dor. ἐπίκλαρος, ἡ ὁ only in Thom.Mag.p.138R.),
A heiress, Ar.Av.1653, V. 583. And.1.121, Lys.26.12, Pl.Lg.630e, Arist.Ath.9.2, Pol.1270a27, IG22.1165, Test.Epict.3.31, etc.; ὥσπερ ἐπικλήρου.. ἀμφις βητήσων ἥκει Lys.24.14.
2. c. dat., ἐ. τῇ ἀρχῇ (so codd.: prob. τῆς ἀρχῆς) heiress to the kingdom, D.H.1.70: c. gen., ἐ. οὐσίας μεγάλης Plu. Cleom.1.
3. Astrol., perhaps f.l. for ἔγκληρος, Cat.Cod.Astr.8(4).225.
German (Pape)
[Seite 949] das väterliche Vermögen erbend, bes. ἡ, die Erbtochter, welche keine Brüder hatte, so daß ihr das ganze väterliche Vermögen zufiel, die aber, damit das Vermögen nicht in eine fremde Familie komme, den nächsten Verwandten heirathen mußte, auch, wenn sie arm war, von diesem ausgestattet wurde (s. das Gesetz Dem. 43, 51); im Fall Mehrere auf sie Ansprüche machten, trat eine gerichtliche Entscheidung ein, s. ἐπίδικος u. vgl. Andoc. 1, 117 ff.; Herm. Staatsalterth. §. 121, 4, Meier u. Schömann Att. Proceß S. 468; αἱ τῶν ἐπικλήρων δίκαι Lys. 15, 3; παῖδ' ἐπίκληρον Ar. Vesp. 583, vgl. Av. 1652; Plat. Legg. I, 630 e; ἡ μήτηρ ἐμὴ ἐπὶ παντὶ τῷ οἴκῳ ἐπίκληρος οὖσα Is. 10, 4, 21. – Uebh. Erbinn, οὐσίας μεγάλης Plut. Cleom. 1; auch τῇ ἀρχῇ, Erbinn des Reichs, D. Hal. 1, 70.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
1 qui hérite de tout le bien : ἡ ἐπίκληρος fille épiclère ou héritière unique;
2 p. ext. héritier de, gén..
Étymologie: ἐπί, κλῆρος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίκληρος: ου ἡ
1 (единственная), наследница (на которой, по афинскому праву, должен был жениться ближайший, родственник; если претендентов на руку ἐ. было несколько, вопрос решался в судебном порядке, и в этом случае ἐ. называлась ἐπίδικος) Lys., Arph., Plat., Isae., Dem., Arst.;
2 наследница (вообще) (οὐσίας μεγάλης Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίκληρος: Δωρ. -κλᾱρος, ἡ, κληρονόμος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1653, Σφ. 583, Ἀνδοκ. 16. 7 κ. ἀλλ., Λυσ. 176. 22· ὥσπερ ἐπικλήρου ἀμφισβητήσων ἥκει Λυσ. 169. 29. ― Ἐν Ἀθήναις ὁ πλησιέστερος ἄρρην συγγενὴς εἶχε τὸ δικαίωμα νὰ νυμφευθῇ κόρην κληρονόμον περιουσίας, ἤ, ἂν ἡ κληρονομία αὐτῆς ἦτο μικρά, ἦτο ὑπόχρεως διὰ νόμου ἢ νὰ νυμφευθῇ αὐτήν, ἢ νὰ τὴν προικίσῃ ἐκ τῆς ἰδίας αὐτοῦ περιουσίας· ― διὰ νὰ νυμφευθῇ δὲ αὐτὴν ἐλάμβανε τὴν ἄδειαν νὰ χωρισθῇ τὴν ὑπάρχουσαν γυναῖκα αὐτοῦ· καὶ ἐν περιπτώσει καθ’ ἣν πολλοὶ ἐφιλονίκουν ὅπως νυμφευθῶσιν αὐτήν, ἡ ὑπόθεσις ἐδικάζετο ἐν τῷ δικαστηρίῳ, ὁπότε ἡ κληρονόμος ὠνομάζετο καὶ ἐπίδικος (ἴδε τὴν λέξιν), Ἰσαῖος ἐν τῷ «περὶ Πύρρου κλήρου» καὶ ἐν τῷ «περὶ τοῦ Κίρωνος κλήρου», Ἁρποκρ., πρβλ. Λεξ. τῶν Ἀρχαιοτήτων ἐν λ.· ἐπικλήρου κακώσεως, αὗται δ’ εἰσὶ κατὰ τῶν ἐπιτρόπων καὶ τῶν συνοικούντων Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. σ. 82. 15 (ἔκδ. Blass), Ἀνδοκ. 1. 121. ― Περὶ τοῦ Σπαρτιατικοῦ νόμου περὶ τῶν ἐπικλήρων, ἴδε Ἀριστ. Πολ. 2. 9, 15, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2448. ΙΙΙ 31. 2) μετὰ δοτ., ἐπ. τῇ ἀρχῇ, κληρονόμος τῆς βασιλείας, Διον. Ἁλ. 1. 70· καὶ μετὰ γεν., ἐπ. οὐσίας μεγάλης Πλουτ. Κλεομ. 1. ΙΙ. ἐν Πλάτ. Νόμ. 630Ε, φαίνεται ὅτι σημαίνει προσδόκιμον κληρονομίαν. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπίκληρος· ἐνούσιος. γυνὴ δέσποινα, εἰς ἣν κατήντησαν πολλοὶ κλῆροι».
Greek Monolingual
ἐπίκληρος και δωρ. τ. ἐπίκλαρος, η (Α) κλήρος
1. μοναχοκόρη που κληρονομούσε όλη την πατρική περιουσία και την οποία σύμφωνα με τον νόμο έπρεπε να τήν παντρευτεί ο πλησιέστερος συγγενής («νῦν δ’ ἔξεστι δοῦν
αί τε τὴν ἐπίκληρον ὅτω ἂν βούληται», Αριστοτ.)
2. (κατά Θωμ. Μάγιστρ.) «ἐπίκληρος καὶ ἐπὶ ἀρσενικοῦ καὶ ἐπὶ θηλυκοῦ, ὁ ἐπὶ πάσῃ τῇ πατρικῇ περιουσίᾳ καταλελειμμένος παῑς»
3. (γενικώς) κληρονόμος
4. αστρολ. πιθ. έγκληρος.
Greek Monotonic
ἐπίκληρος: Δωρ. -κλᾱρος, ἡ, κληρονόμος (γυναίκα), σε Αριστοφ. κ.λπ.
Translations
heiress
Arabic: وَارِثَة; Belarusian: наследніца; Bulgarian: наследничка; Czech: dědička; Danish: arving; Estonian: pärijanna, pärija; Finnish: perijätär; French: héritière, successeuse, successrice; Georgian: მემკვიდრე; German: Erbin; Greek: κληρονόμος; Ancient Greek: ἐπίκληρος, ἐπίκλαρος, ἔγκληρος, πατροῦχος; Gothic: 𐌰𐍂𐌱𐌾𐍉; Irish: banoidhre; Italian: ereditiera; Japanese: 世継ぎ; Latin: heres; Latvian: mantiniece; Lithuanian: paveldėtoja; Macedonian: наследничка; Polish: dziedzicka, spadkobierczyni, sukcesorka; Portuguese: herdeira; Romanian: moștenitoare; Russian: наследница, преемница; Scottish Gaelic: ban-oighre; Serbo-Croatian Cyrillic: наследница, насљедница; Roman: následnica, násljednica; Slovak: dedička; Slovene: dedinja, naslednica; Spanish: heredera; Swedish: arvinge, arvtagerska; Ukrainian: наслі́дниця, спадкоє́миця; Welsh: aeres