διεξελαύνω: Difference between revisions

From LSJ

Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one's first thought false

Sophocles, Antigone, 389
(6_13b)
m (Text replacement - "attic" to "Attic")
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diekselayno
|Transliteration C=diekselayno
|Beta Code=diecelau/nw
|Beta Code=diecelau/nw
|Definition=Att. fut. <b class="b3">-ελῶ</b>: intr., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">drive, ride, march through</b>, abs., <span class="bibl">Hdt.1.187</span>: c. acc. loci, δ. τὴν ἄνυδρον <span class="bibl">Id.3.11</span>; τὰς πύλας <span class="bibl">Id.5.52</span>, etc.; also κατὰ τὸ προάστειον <span class="bibl">Id.3.86</span>; δ. ἐπὶ ἅρματος <span class="bibl">Id.7.100</span>; δ. ἵππῳ τὸν πόρον <span class="bibl">Plu.<span class="title">Publ.</span>19</span>: c. gen. loci, δ. τῆς Ῥώμης <span class="bibl">Id.<span class="title">Cam.</span>7</span>.</span>
|Definition=Att. fut. -ελῶ: intr., [[drive]], [[ride]], [[march through]], abs., [[Herodotus|Hdt.]]1.187: c. acc. loci, δ. τὴν ἄνυδρον Id.3.11; τὰς πύλας Id.5.52, etc.; also κατὰ τὸ προάστειον Id.3.86; δ. ἐπὶ ἅρματος Id.7.100; δ. ἵππῳ τὸν πόρον Plu.''Publ.''19: c. gen. loci, δ. τῆς Ῥώμης Id.''Cam.''7.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[cruzar]], [[atravesar]], [[franquear]] esp. accidentes o ext. geog., frec. a caballo o en barco τὴν ἄνυδρον Hdt.3.11, πύλας Hdt.5.52, cf. 1.187, κολώνας A.R.3.879, ἵππῳ ... τὸν ποταμόν Plu.<i>Publ</i>.19, cf. 2.250d, τὸ ὁπλιτικὸν ἕρκος Hld.10.28.5.<br /><b class="num">2</b> fact. [[hacer pasar]], [[hacer cruzar]] c. [[διά]] y gen. ἔπεμπον τὸν θρίαμβον διὰ τῶν θεάτρων διεξελαύνοντες I.<i>BI</i> 7.131.<br /><b class="num">3</b> [[recorrer]] ἐπεθύμησε [[αὐτός]] σφεας διεξελάσας θεήσασθαι sintió deseos de recorrerlas (las filas) personalmente para pasar revista</i> Hdt.7.100, c. gen. τῆς Ῥώμης Plu.<i>Cam</i>.7<br /><b class="num">•</b>abs. διεξελαυνόντων ... κατὰ τὸ προάστιον mientras transitaban por las afueras de la ciudad</i> Hdt.3.86.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0619.png Seite 619]] (s. [[ἐλαύνω]]), ganz hindurch treiben, sc. ἵππον, στρατόν, ganz durchziehen, durchmarschiren; πᾶσαν τὴν χώρην, Her. 5, 29; πύλας 5, 52; ἐπὶ ἅρματος παρὰ [[ἔθνος]] ἕκαστον 7, 100; [[κατά]] τι, 3, 86; ἵππῳ τὸν πόρον Plut. Popl. 19, u. oft; auch Ῥώμης, Com. 7.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0619.png Seite 619]] (s. [[ἐλαύνω]]), ganz hindurch treiben, ''[[sc.]]'' ἵππον, στρατόν, ganz durchziehen, durchmarschiren; πᾶσαν τὴν χώρην, Her. 5, 29; πύλας 5, 52; ἐπὶ ἅρματος παρὰ [[ἔθνος]] ἕκαστον 7, 100; [[κατά]] τι, 3, 86; ἵππῳ τὸν πόρον Plut. Popl. 19, u. oft; auch Ῥώμης, Com. 7.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> διεξελῶ, <i>ao.</i> διεξήλασα;<br /><b>1</b> [[s'avancer à cheval]] <i>ou</i> sur un char;<br /><b>2</b> [[traverser à cheval]] <i>ou</i> avec une troupe, acc. <i>ou</i> gén..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἐξελαύνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''διεξελαύνω:''' (fut. διεξελάσω - атт. διεξελῶ, aor. διεξήλασα) стремительно проноситься, проезжать (τὰς πύλας, πᾶσαν τὴν χώραν Hom. и τῆς Ῥώμης Plut.; ἵππῳ τὸν ποταμόν Plut.): δ. κατὰ τὸ [[προάστειον]] Her. проезжать по пригороду; διεξήλαυνε ἐπὶ ἅρματος παρὰ [[ἔθνος]] ἓν ἕκαστον Her. (Ксеркс) объезжал на колеснице национальные войска одно за другим.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διεξελαύνω''': μέλλ. -ελάσω, Ἀττ. -ελῶ· ― ἀμεταβ. (πρβλ. [[ἐλαύνω]]), διαπερνῶ, [[διέρχομαι]] ἐφ’ ἁμάξης, [[ἔφιππος]] ἢ [[πεζός]], ἀπολ., Ἡρόδ. 1. 187· μετ’ αἰτ. τόπ., δ. τὴν ἄνυδρον 3. 11· τὰς πύλας 5. 52, κτλ.· [[ὡσαύτως]], κατὰ τὸ [[προάστειον]] 3. 86· δ. ἐπὶ ἅρματος 7. 100· δ. ἵππῳ τὸν ποταμὸν Πλούτ. Ποπλ. 19· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν. τόπ., δ. τῆς Ρώμης ὁ αὐτ. Καμ. 7.
|lstext='''διεξελαύνω''': μέλλ. -ελάσω, Ἀττ. -ελῶ· ― ἀμεταβ. (πρβλ. [[ἐλαύνω]]), διαπερνῶ, [[διέρχομαι]] ἐφ’ ἁμάξης, [[ἔφιππος]] ἢ [[πεζός]], ἀπολ., Ἡρόδ. 1. 187· μετ’ αἰτ. τόπ., δ. τὴν ἄνυδρον 3. 11· τὰς πύλας 5. 52, κτλ.· [[ὡσαύτως]], κατὰ τὸ [[προάστειον]] 3. 86· δ. ἐπὶ ἅρματος 7. 100· δ. ἵππῳ τὸν ποταμὸν Πλούτ. Ποπλ. 19· [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν. τόπ., δ. τῆς Ρώμης ὁ αὐτ. Καμ. 7.
}}
{{grml
|mltxt=[[διεξελαύνω]] (Α) [[εξελαύνω]]<br />[[διαβαίνω]], [[διέρχομαι]] [[έφιππος]], [[πεζός]] ή [[πάνω]] σε [[άμαξα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διεξελαύνω:''' μέλ. <i>-ελάσω</i>, Αττ. <i>-ελῶ</i>, [[εξορμώ]], επιτίθεμαι, [[οδηγώ]] [[εναντίον]], [[επελαύνω]] διαμέσου, [[διέρχομαι]] [[πεζός]] ή [[έφιππος]], απόλ., σε Ηρόδ.· με αιτ. τόπου, δ. τὰς πύλας, στον ίδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -ελάσω Attic -ελῶ<br />to [[drive]], [[ride]], [[march]] [[through]], absol., Hdt.; c. acc. loci, δ. τὰς πύλας Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 13:00, 21 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεξελαύνω Medium diacritics: διεξελαύνω Low diacritics: διεξελαύνω Capitals: ΔΙΕΞΕΛΑΥΝΩ
Transliteration A: diexelaúnō Transliteration B: diexelaunō Transliteration C: diekselayno Beta Code: diecelau/nw

English (LSJ)

Att. fut. -ελῶ: intr., drive, ride, march through, abs., Hdt.1.187: c. acc. loci, δ. τὴν ἄνυδρον Id.3.11; τὰς πύλας Id.5.52, etc.; also κατὰ τὸ προάστειον Id.3.86; δ. ἐπὶ ἅρματος Id.7.100; δ. ἵππῳ τὸν πόρον Plu.Publ.19: c. gen. loci, δ. τῆς Ῥώμης Id.Cam.7.

Spanish (DGE)

1 cruzar, atravesar, franquear esp. accidentes o ext. geog., frec. a caballo o en barco τὴν ἄνυδρον Hdt.3.11, πύλας Hdt.5.52, cf. 1.187, κολώνας A.R.3.879, ἵππῳ ... τὸν ποταμόν Plu.Publ.19, cf. 2.250d, τὸ ὁπλιτικὸν ἕρκος Hld.10.28.5.
2 fact. hacer pasar, hacer cruzar c. διά y gen. ἔπεμπον τὸν θρίαμβον διὰ τῶν θεάτρων διεξελαύνοντες I.BI 7.131.
3 recorrer ἐπεθύμησε αὐτός σφεας διεξελάσας θεήσασθαι sintió deseos de recorrerlas (las filas) personalmente para pasar revista Hdt.7.100, c. gen. τῆς Ῥώμης Plu.Cam.7
abs. διεξελαυνόντων ... κατὰ τὸ προάστιον mientras transitaban por las afueras de la ciudad Hdt.3.86.

German (Pape)

[Seite 619] (s. ἐλαύνω), ganz hindurch treiben, sc. ἵππον, στρατόν, ganz durchziehen, durchmarschiren; πᾶσαν τὴν χώρην, Her. 5, 29; πύλας 5, 52; ἐπὶ ἅρματος παρὰ ἔθνος ἕκαστον 7, 100; κατά τι, 3, 86; ἵππῳ τὸν πόρον Plut. Popl. 19, u. oft; auch Ῥώμης, Com. 7.

French (Bailly abrégé)

f. διεξελῶ, ao. διεξήλασα;
1 s'avancer à cheval ou sur un char;
2 traverser à cheval ou avec une troupe, acc. ou gén..
Étymologie: διά, ἐξελαύνω.

Russian (Dvoretsky)

διεξελαύνω: (fut. διεξελάσω - атт. διεξελῶ, aor. διεξήλασα) стремительно проноситься, проезжать (τὰς πύλας, πᾶσαν τὴν χώραν Hom. и τῆς Ῥώμης Plut.; ἵππῳ τὸν ποταμόν Plut.): δ. κατὰ τὸ προάστειον Her. проезжать по пригороду; διεξήλαυνε ἐπὶ ἅρματος παρὰ ἔθνος ἓν ἕκαστον Her. (Ксеркс) объезжал на колеснице национальные войска одно за другим.

Greek (Liddell-Scott)

διεξελαύνω: μέλλ. -ελάσω, Ἀττ. -ελῶ· ― ἀμεταβ. (πρβλ. ἐλαύνω), διαπερνῶ, διέρχομαι ἐφ’ ἁμάξης, ἔφιπποςπεζός, ἀπολ., Ἡρόδ. 1. 187· μετ’ αἰτ. τόπ., δ. τὴν ἄνυδρον 3. 11· τὰς πύλας 5. 52, κτλ.· ὡσαύτως, κατὰ τὸ προάστειον 3. 86· δ. ἐπὶ ἅρματος 7. 100· δ. ἵππῳ τὸν ποταμὸν Πλούτ. Ποπλ. 19· ὡσαύτως μετὰ γεν. τόπ., δ. τῆς Ρώμης ὁ αὐτ. Καμ. 7.

Greek Monolingual

διεξελαύνω (Α) εξελαύνω
διαβαίνω, διέρχομαι έφιππος, πεζός ή πάνω σε άμαξα.

Greek Monotonic

διεξελαύνω: μέλ. -ελάσω, Αττ. -ελῶ, εξορμώ, επιτίθεμαι, οδηγώ εναντίον, επελαύνω διαμέσου, διέρχομαι πεζός ή έφιππος, απόλ., σε Ηρόδ.· με αιτ. τόπου, δ. τὰς πύλας, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. -ελάσω Attic -ελῶ
to drive, ride, march through, absol., Hdt.; c. acc. loci, δ. τὰς πύλας Hdt.