εὐκτικός: Difference between revisions
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Uebung" to "Übung") |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efktikos | |Transliteration C=efktikos | ||
|Beta Code=eu)ktiko/s | |Beta Code=eu)ktiko/s | ||
|Definition= | |Definition=εὐκτική, εὐκτικόν, ([[εὐκτός]])<br><span class="bld">A</span> [[expressing a wish]], in Gramm., ἐπίρρημα A.D.''Synt.''248.6, cf. Ph.1.541: -[[κή]], ἡ (with or without [[ἔγκλισις]]), the [[optative]] mood, A.D.''Synt.''245.27, D.T.638.7, etc. Adv. [[εὐκτικῶς]] = [[in the optative]], Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[ἀγαπῴην]].<br><span class="bld">2</span> [[expressing a prayer]] or [[vow]]: [[εὐκτικόν]], τό, [[utterance in the form of a prayer]] or [[wish]], Stoic.2.61 (pl.); <b class="b3">εὐ. ὕμνοι</b> Men.Rh.p.333 S.: so [[εὐκτικά]], τά, Procl.''Chr.''ap.Phot.''Bibl.''p.320 B.; but, [[liturgy]], Philostr. [[V A]]6.40, S.E.''M.''8.72. Adv. [[εὐκτικῶς]] = [[in the form of a prayer]], Theon ''Prog.''5. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1064.png Seite 1064]] ή, όν, = [[εὐέκτης]], εὐεκτικά τε καὶ ὑγιῆ σώματα Plat. Legg. III, 684 o; Arist. bezieht Eth. 5, 11 es auf die gymnastischen | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1064.png Seite 1064]] ή, όν, = [[εὐέκτης]], εὐεκτικά τε καὶ ὑγιῆ σώματα Plat. Legg. III, 684 o; Arist. bezieht Eth. 5, 11 es auf die gymnastischen Übungen des Körpers; ib. 5, 1 τὸ εὐεκτ. τὸ ποιητικὸν π υκνότητος ἐν τῇ σαρκί wünschend; Sp. bes. ἡ εὐκτική, der Optativ, Gramm., εὐκτικῶς, im Optativ, ibd. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui exprime un vœu, votif ; <i>t. de gramm.</i> ἡ εὐκτική ([[ἔγκλισις]]) l'optatif.<br />'''Étymologie:''' [[εὔχομαι]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐκτικός:''' [[выражающий пожелание]]: ἡ εὐκτικὴ [[ἔγκλισις]] грам. желательное наклонение, оптатив. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐκτικός''': -ή, -όν, (εὐκτὸς) ἐκφράζων εὐχὴν ἢ ἀνήκων εἰς εὐχήν, ὕμνοι Μένανδρ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 9. σ. 139· εὐκτικὰ [[μέλη]] Πρόκλ. Χρηστ. σ. 389, 3 Gaisf., πρβλ. Ἀνθ. Π. 1. 118. 2) ἡ εὐκτικὴ [[ἔγκλισις]], Διον. [[Θρᾷξ]] 638, κλ. ― τὸ εὐκτικόν, = ἡ εὐκτικὴ [[ἔγκλισις]], Α. Β. 31, 1. ― Ἐπίρρ., -κῶς, ἱκετευτικῶς, Μεθόδ. 49Β, Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ. 160Β, κλ. 3) κατ᾿ εὐκτικὴν ἔγκλισιν, Σουΐδ. ἐν λ. ἀγαπῴην. | |lstext='''εὐκτικός''': -ή, -όν, (εὐκτὸς) ἐκφράζων εὐχὴν ἢ ἀνήκων εἰς εὐχήν, ὕμνοι Μένανδρ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 9. σ. 139· εὐκτικὰ [[μέλη]] Πρόκλ. Χρηστ. σ. 389, 3 Gaisf., πρβλ. Ἀνθ. Π. 1. 118. 2) ἡ εὐκτικὴ [[ἔγκλισις]], Διον. [[Θρᾷξ]] 638, κλ. ― τὸ εὐκτικόν, = ἡ εὐκτικὴ [[ἔγκλισις]], Α. Β. 31, 1. ― Ἐπίρρ., -κῶς, ἱκετευτικῶς, Μεθόδ. 49Β, Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ. 160Β, κλ. 3) κατ᾿ εὐκτικὴν ἔγκλισιν, Σουΐδ. ἐν λ. ἀγαπῴην. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[εὐκτικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που εκφράζει [[ευχή]], αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[ευχή]], ο [[κατάλληλος]] για [[ευχή]], ο [[ευχετικός]], ο [[παρακλητικός]] (α. «εὐκτικὸ [[ἐπίρρημα]]», Απολλ. Δύσκ.<br />β. «εὐκτικοὶ ὕμνοι», Μέν. Ρήτ.)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ευκτική</i> (ενν. [[έγκλιση]])<br />μία από τις εγκλίσεις του ρήματος, στην οποία οι ρηματικοί τύποι σε ανεξάρτητο λόγο δηλώνουν [[ευχή]] («εἴη τὸ [[ὄνομα]] Κυρίου εὐλογημένον»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε όρκο ή σε [[δέηση]] («εὐκτικὰ [[μέλη]] ἐγράφετο | |mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[εὐκτικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που εκφράζει [[ευχή]], αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[ευχή]], ο [[κατάλληλος]] για [[ευχή]], ο [[ευχετικός]], ο [[παρακλητικός]] (α. «εὐκτικὸ [[ἐπίρρημα]]», Απολλ. Δύσκ.<br />β. «εὐκτικοὶ ὕμνοι», Μέν. Ρήτ.)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ευκτική</i> (ενν. [[έγκλιση]])<br />μία από τις εγκλίσεις του ρήματος, στην οποία οι ρηματικοί τύποι σε ανεξάρτητο λόγο δηλώνουν [[ευχή]] («εἴη τὸ [[ὄνομα]] Κυρίου εὐλογημένον»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε όρκο ή σε [[δέηση]] («εὐκτικὰ [[μέλη]] ἐγράφετο τοῖς αἰτουμένοις», Πρόκλ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐκτικόν</i><br />α) [[έκφραση]] υπό [[μορφή]] ευχής ή επιθυμίας<br />β) η ευκτική [[έγκλιση]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ εὐκτικά</i><br />η [[λειτουργία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευκτικώς</i> (ΑΜ εὐκτικῶς)<br /><b>1.</b> με τρόπο που εκφράζει [[ευχή]], υπό τύπο ευχής, με δεήσεις, ικετευτικά<br /><b>2.</b> σε ευκτική [[έγκλιση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευκ</i>-<i>τός</i>, ρημ. επίθ. του [[εύχομαι]]. <i>Ευκτική</i> (ενν. [[έγκλιση]]), θηλ. του επιθ. [[ευκτικός]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐκτικός:''' -ή, -όν ([[εὐκτός]]), αυτός που εκφράζει [[ευχή]], [[αναθηματικός]], σε Ανθ. | |lsmtext='''εὐκτικός:''' -ή, -όν ([[εὐκτός]]), αυτός που εκφράζει [[ευχή]], [[αναθηματικός]], σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[εὐκτικός]], ή, όν [[εὐκτός]]<br />expressing a [[wish]], [[votive]], Anth. | |mdlsjtxt=[[εὐκτικός]], ή, όν [[εὐκτός]]<br />expressing a [[wish]], [[votive]], Anth. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 05:37, 26 September 2023
English (LSJ)
εὐκτική, εὐκτικόν, (εὐκτός)
A expressing a wish, in Gramm., ἐπίρρημα A.D.Synt.248.6, cf. Ph.1.541: -κή, ἡ (with or without ἔγκλισις), the optative mood, A.D.Synt.245.27, D.T.638.7, etc. Adv. εὐκτικῶς = in the optative, Suid. s.v. ἀγαπῴην.
2 expressing a prayer or vow: εὐκτικόν, τό, utterance in the form of a prayer or wish, Stoic.2.61 (pl.); εὐ. ὕμνοι Men.Rh.p.333 S.: so εὐκτικά, τά, Procl.Chr.ap.Phot.Bibl.p.320 B.; but, liturgy, Philostr. V A6.40, S.E.M.8.72. Adv. εὐκτικῶς = in the form of a prayer, Theon Prog.5.
German (Pape)
[Seite 1064] ή, όν, = εὐέκτης, εὐεκτικά τε καὶ ὑγιῆ σώματα Plat. Legg. III, 684 o; Arist. bezieht Eth. 5, 11 es auf die gymnastischen Übungen des Körpers; ib. 5, 1 τὸ εὐεκτ. τὸ ποιητικὸν π υκνότητος ἐν τῇ σαρκί wünschend; Sp. bes. ἡ εὐκτική, der Optativ, Gramm., εὐκτικῶς, im Optativ, ibd.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui exprime un vœu, votif ; t. de gramm. ἡ εὐκτική (ἔγκλισις) l'optatif.
Étymologie: εὔχομαι.
Russian (Dvoretsky)
εὐκτικός: выражающий пожелание: ἡ εὐκτικὴ ἔγκλισις грам. желательное наклонение, оптатив.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκτικός: -ή, -όν, (εὐκτὸς) ἐκφράζων εὐχὴν ἢ ἀνήκων εἰς εὐχήν, ὕμνοι Μένανδρ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 9. σ. 139· εὐκτικὰ μέλη Πρόκλ. Χρηστ. σ. 389, 3 Gaisf., πρβλ. Ἀνθ. Π. 1. 118. 2) ἡ εὐκτικὴ ἔγκλισις, Διον. Θρᾷξ 638, κλ. ― τὸ εὐκτικόν, = ἡ εὐκτικὴ ἔγκλισις, Α. Β. 31, 1. ― Ἐπίρρ., -κῶς, ἱκετευτικῶς, Μεθόδ. 49Β, Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ. 160Β, κλ. 3) κατ᾿ εὐκτικὴν ἔγκλισιν, Σουΐδ. ἐν λ. ἀγαπῴην.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ εὐκτικός, -ή, -όν)
1. αυτός που εκφράζει ευχή, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ευχή, ο κατάλληλος για ευχή, ο ευχετικός, ο παρακλητικός (α. «εὐκτικὸ ἐπίρρημα», Απολλ. Δύσκ.
β. «εὐκτικοὶ ὕμνοι», Μέν. Ρήτ.)
2. το θηλ. ως ουσ. η ευκτική (ενν. έγκλιση)
μία από τις εγκλίσεις του ρήματος, στην οποία οι ρηματικοί τύποι σε ανεξάρτητο λόγο δηλώνουν ευχή («εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον»)
αρχ.
1. αυτός που ανήκει σε όρκο ή σε δέηση («εὐκτικὰ μέλη ἐγράφετο τοῖς αἰτουμένοις», Πρόκλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐκτικόν
α) έκφραση υπό μορφή ευχής ή επιθυμίας
β) η ευκτική έγκλιση
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ εὐκτικά
η λειτουργία.
επίρρ...
ευκτικώς (ΑΜ εὐκτικῶς)
1. με τρόπο που εκφράζει ευχή, υπό τύπο ευχής, με δεήσεις, ικετευτικά
2. σε ευκτική έγκλιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευκ-τός, ρημ. επίθ. του εύχομαι. Ευκτική (ενν. έγκλιση), θηλ. του επιθ. ευκτικός].
Greek Monotonic
εὐκτικός: -ή, -όν (εὐκτός), αυτός που εκφράζει ευχή, αναθηματικός, σε Ανθ.