διαπραγματεύομαι: Difference between revisions
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
(4) |
|||
(26 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diapragmateyomai | |Transliteration C=diapragmateyomai | ||
|Beta Code=diapragmateu/omai | |Beta Code=diapragmateu/omai | ||
|Definition=<span class=" | |Definition=<span class="bld">A</span> [[discuss thoroughly]] or [[examine thoroughly]], τοῦτον τὸν λόγον [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 77d; <b class="b3">τὴν αἰτίαν</b> ib.95e.<br><span class="bld">II</span> [[gain by trading]], Ev.Luc. 19.15.<br><span class="bld">III</span> [[accomplish]], τι πρὸς τοὺς θεούς Iamb.''Myst.''5.16. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[examinar a fondo]], [[ocuparse de]] τοῦτον τὸν λόγον Pl.<i>Phd</i>.77d, τὴν αἰτίαν Pl.<i>Phd</i>.95e, τὴν παροῦσαν ἀπόκρισιν Iambl.<i>Myst</i>.1.19.<br /><b class="num">2</b> [[negociar]] ἵνα γνοῖ τί διεπραγματεύσαντο <i>Eu.Luc</i>.19.15<br /><b class="num">•</b>abs. [[dirigir una empresa comercial]] en part. ὁ διαπραγματευόμενος <i>POxy</i>.1982.16 (V d.C.).<br /><b class="num">3</b> [[hacer]], [[llevar a cabo]] μηδὲν ἡμῶν ἄλλο διαπραγματευομένων, ὅ τι μὴ τὸ κατὰ τὴν δίαιταν Gal.17(2).436, διαπραγματευόμεθά τι πρὸς τοὺς ἐφόρους τοῦ σώματος Iambl.<i>Myst</i>.5.16, en v. pas. τὸ πᾶν τῆς οἰκονομίας θεοπρεπῶς ... διεπραγματεύθη Phot.<i>Bibl</i>.194b25.<br /><b class="num">II</b> intr.<br /><b class="num">1</b> [[ocuparse]], [[trabajar]] c. giro prep. ἀπὸ τέχνης τινὸς ... περί τι μέρος τῶν ἐν τῷ βίῳ διαπραγματευομένης Iambl.<i>Myst</i>.3.1, περὶ τῶν κατηγοριῶν Simp.<i>in Cat</i>.8.22.2, εἰς τὴν αὐτὴν ὑπόθεσιν Phot.<i>Bibl</i>.99b10.<br /><b class="num">2</b> [[actuar]], [[comportarse]] ἱερῶς διαπραγματευομένη llevando una vida santa</i> Dion.Ar.<i>EH</i> 73.17, cf. 77.7, πρὸς τοὺς ... λέγοντας πῶς ἂν διαπραγματεύσοιο; ¿cómo tratarías con aquellos que dicen ...?</i> Dexipp.<i>in Cat</i>.34.5. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0597.png Seite 597]] 1) genau durchforschen, untersuchen, Plat. Phaed. 77 d 95 e. – 2) unternehmen, Dion. Hal. 3, 72. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0597.png Seite 597]] 1) genau durchforschen, untersuchen, Plat. Phaed. 77 d 95 e. – 2) unternehmen, Dion. Hal. 3, 72. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=examiner à fond, acc.;<br />[[NT]]: faire des affaires ; réaliser des bénéfices.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[πραγματεύομαι]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δια-πραγματεύομαι nauwkeurig onderzoeken; NT zaken doen. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαπραγμᾰτεύομαι:'''<br /><b class="num">1</b> [[тщательно разбирать]], [[исследовать]] (τὸν λόγον, τὴν αἰτίαν Plat.);<br /><b class="num">2</b> [[зарабатывать]], [[наживать]] (τι NT). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαπραγμᾰτεύομαι''': ἀποθ., συζητῶ ἢ [[ἐξετάζω]] ἐπιμελῶς ἀπ’ ἀρχῆς [[μέχρι]] τέλους τοῦτον τὸν λόγον Πλάτ. Φαίδωνι 77D· τὴν αἰτίαν [[αὐτόθι]] 95Ε. ΙΙ. ἐπιχειρῶ νὰ ἐκτελέσω, τι Διον. Ἁλ. 3. 72. ΙΙΙ. [[κερδαίνω]] ἐμπορευόμενος, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιθ΄, 15. | |lstext='''διαπραγμᾰτεύομαι''': ἀποθ., συζητῶ ἢ [[ἐξετάζω]] ἐπιμελῶς ἀπ’ ἀρχῆς [[μέχρι]] τέλους τοῦτον τὸν λόγον Πλάτ. Φαίδωνι 77D· τὴν αἰτίαν [[αὐτόθι]] 95Ε. ΙΙ. ἐπιχειρῶ νὰ ἐκτελέσω, τι Διον. Ἁλ. 3. 72. ΙΙΙ. [[κερδαίνω]] ἐμπορευόμενος, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιθ΄, 15. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 26: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=1st aorist διεπραγματευσαμην; "[[thoroughly]], [[earnestly]] ([[διά]]) to [[undertake]] a [[business]]," [[Dionysius]] [[Halicarnassus]] 3,72; contextually, to [[undertake]] a [[business]] for the [[sake]] of [[gain]]: [[Plato]], [[Phaedo]], p. 77d. 95e. to [[examine]] [[thoroughly]].) | |txtha=1st aorist διεπραγματευσαμην; "[[thoroughly]], [[earnestly]] ([[διά]]) to [[undertake]] a [[business]]," [[Dionysius]] [[Halicarnassus]] 3,72; contextually, to [[undertake]] a [[business]] for the [[sake]] of [[gain]]: [[Plato]], [[Phaedo]], p. 77d. 95e. to [[examine]] [[thoroughly]].) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 33: | Line 39: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διαπραγμᾰτεύομαι:''' μέλ. <i>-εύσομαι</i>, αποθ.:<br /><b class="num">I.</b> [[εξετάζω]], [[διερευνώ]] εξονυχιστικά, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[κερδίζω]] μέσω εμπορικής συναλλαγής, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''διαπραγμᾰτεύομαι:''' μέλ. <i>-εύσομαι</i>, αποθ.:<br /><b class="num">I.</b> [[εξετάζω]], [[διερευνώ]] εξονυχιστικά, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[κερδίζω]] μέσω εμπορικής συναλλαγής, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. -εύσομαι<br /><b class="num">I.</b> Dep. to [[examine]] [[thoroughly]], Plat.<br /><b class="num">II.</b> to [[gain]] by trading, NTest. | |||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':diapragmateÚomai 笛阿-普拉格馬跳哦買<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':經過-實行<br />'''字義溯源''':全然忙碌,賺,經營,作生意;由([[διά]])*=通過)與([[πραγματεύομαι]])=忙碌)組成;而 ([[πραγματεύομαι]])出自 ([[πρᾶγμα]])=事, ([[πρᾶγμα]])出自([[ἀναπράσσω]] / [[πράσσω]])*=實行)<br />'''出現次數''':總共(1);路(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 他們作生意賺了(1) 路19:15 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:40, 15 November 2023
English (LSJ)
A discuss thoroughly or examine thoroughly, τοῦτον τὸν λόγον Pl.Phd. 77d; τὴν αἰτίαν ib.95e.
II gain by trading, Ev.Luc. 19.15.
III accomplish, τι πρὸς τοὺς θεούς Iamb.Myst.5.16.
Spanish (DGE)
I tr.
1 examinar a fondo, ocuparse de τοῦτον τὸν λόγον Pl.Phd.77d, τὴν αἰτίαν Pl.Phd.95e, τὴν παροῦσαν ἀπόκρισιν Iambl.Myst.1.19.
2 negociar ἵνα γνοῖ τί διεπραγματεύσαντο Eu.Luc.19.15
•abs. dirigir una empresa comercial en part. ὁ διαπραγματευόμενος POxy.1982.16 (V d.C.).
3 hacer, llevar a cabo μηδὲν ἡμῶν ἄλλο διαπραγματευομένων, ὅ τι μὴ τὸ κατὰ τὴν δίαιταν Gal.17(2).436, διαπραγματευόμεθά τι πρὸς τοὺς ἐφόρους τοῦ σώματος Iambl.Myst.5.16, en v. pas. τὸ πᾶν τῆς οἰκονομίας θεοπρεπῶς ... διεπραγματεύθη Phot.Bibl.194b25.
II intr.
1 ocuparse, trabajar c. giro prep. ἀπὸ τέχνης τινὸς ... περί τι μέρος τῶν ἐν τῷ βίῳ διαπραγματευομένης Iambl.Myst.3.1, περὶ τῶν κατηγοριῶν Simp.in Cat.8.22.2, εἰς τὴν αὐτὴν ὑπόθεσιν Phot.Bibl.99b10.
2 actuar, comportarse ἱερῶς διαπραγματευομένη llevando una vida santa Dion.Ar.EH 73.17, cf. 77.7, πρὸς τοὺς ... λέγοντας πῶς ἂν διαπραγματεύσοιο; ¿cómo tratarías con aquellos que dicen ...? Dexipp.in Cat.34.5.
German (Pape)
[Seite 597] 1) genau durchforschen, untersuchen, Plat. Phaed. 77 d 95 e. – 2) unternehmen, Dion. Hal. 3, 72.
French (Bailly abrégé)
examiner à fond, acc.;
NT: faire des affaires ; réaliser des bénéfices.
Étymologie: διά, πραγματεύομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-πραγματεύομαι nauwkeurig onderzoeken; NT zaken doen.
Russian (Dvoretsky)
διαπραγμᾰτεύομαι:
1 тщательно разбирать, исследовать (τὸν λόγον, τὴν αἰτίαν Plat.);
2 зарабатывать, наживать (τι NT).
Greek (Liddell-Scott)
διαπραγμᾰτεύομαι: ἀποθ., συζητῶ ἢ ἐξετάζω ἐπιμελῶς ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους τοῦτον τὸν λόγον Πλάτ. Φαίδωνι 77D· τὴν αἰτίαν αὐτόθι 95Ε. ΙΙ. ἐπιχειρῶ νὰ ἐκτελέσω, τι Διον. Ἁλ. 3. 72. ΙΙΙ. κερδαίνω ἐμπορευόμενος, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιθ΄, 15.
English (Strong)
from διά and πραγματεύομαι; to thoroughly occupy oneself, i.e. (transitively and by implication) to earn in business: gain by trading.
English (Thayer)
1st aorist διεπραγματευσαμην; "thoroughly, earnestly (διά) to undertake a business," Dionysius Halicarnassus 3,72; contextually, to undertake a business for the sake of gain: Plato, Phaedo, p. 77d. 95e. to examine thoroughly.)
Greek Monolingual
(Α διαπραγματεύομαι)
1. εξετάζω ή διερευνώ κάτι σε όλη του την έκταση, αναπτύσσω εγγράφως ή προφορικώς όλες τις απόψεις για κάποιο θέμα
2. διεξάγω συνεννοήσεις για αγοραπωλησία ή για τη ρύθμιση θέματος
αρχ.
1. επιχειρώ να κάνω κάτι
2. κερδίζω από εμπορικές ασχολίες.
Greek Monotonic
διαπραγμᾰτεύομαι: μέλ. -εύσομαι, αποθ.:
I. εξετάζω, διερευνώ εξονυχιστικά, σε Πλάτ.
II. κερδίζω μέσω εμπορικής συναλλαγής, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
fut. -εύσομαι
I. Dep. to examine thoroughly, Plat.
II. to gain by trading, NTest.
Chinese
原文音譯:diapragmateÚomai 笛阿-普拉格馬跳哦買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:經過-實行
字義溯源:全然忙碌,賺,經營,作生意;由(διά)*=通過)與(πραγματεύομαι)=忙碌)組成;而 (πραγματεύομαι)出自 (πρᾶγμα)=事, (πρᾶγμα)出自(ἀναπράσσω / πράσσω)*=實行)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 他們作生意賺了(1) 路19:15