καταθεματίζω: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(5)
m (Text replacement - " N. T." to " N.T.")
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katathematizo
|Transliteration C=katathematizo
|Beta Code=kataqemati/zw
|Beta Code=kataqemati/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ἀναθεματίζω]], <span class="bibl"><span class="title">Ev.Matt.</span>26.74</span>.</span>
|Definition== [[ἀναθεματίζω]], ''Ev.Matt.''26.74.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1349.png Seite 1349]] = [[καταναθεματίζω]], N. T.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1349.png Seite 1349]] = [[καταναθεματίζω]], [[NT|N.T.]]
}}
{{ls
|lstext='''καταθεματίζω''': [[ἀναθεματίζω]], κατὰ τὴν ἀνάγνωσιν τῶν κριτικῶν ἐκδόσ. τῆς Καιν. Διαθ. ἐν Εὐαγγ. κ. Ματθ. κς΄, 74, Ἀποκάλ. κβ', 3, ἀντὶ καταναθεματίζω·-καταθεματισμός, οῦ, ὁ, Ἰουστ. Μάρτ. Ἀποκρ. πρὸς Ὀρθοδ. 121, [[ἔνθα]] [[ὡσαύτως]] ὁρίζεται τὸ κατάθεμα, ὡς σημαῖνον τὸ συνθέσθαι τοῖς ἀναθεματίζουσιν.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[καταναθεματίζω]].
|btext=<i>c.</i> [[καταναθεματίζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=καταθεματίζω [κατάθεμα] [[vloeken]].
}}
{{elru
|elrutext='''καταθεματίζω:''' [[клясться]] (κ. καὶ ὀμνύειν NT).
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=([[καταναθεματίζω]]) ([[κατανάθεμα]], [[which]] [[see]]); equivalent to [[καταθεματίζω]] (q v.) (Justin Martyr, dialog contra Trypho,<br /><b class="num">c.</b> 47, and [[other]] ecclesiastical writings.)  
|txtha=([[καταναθεματίζω]]) ([[κατανάθεμα]], [[which]] [[see]]); equivalent to [[καταθεματίζω]] (q v.) (Justin Martyr, dialog contra Trypho,<br /><b class="num">c.</b> 47, and [[other]] ecclesiastical writings.)
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταθεματίζω:''' = [[ἀναθεματίζω]], [[καταριέμαι]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''καταθεματίζω:''' = [[ἀναθεματίζω]], [[καταριέμαι]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{ls
|lstext='''καταθεματίζω''': [[ἀναθεματίζω]], κατὰ τὴν ἀνάγνωσιν τῶν κριτικῶν ἐκδόσ. τῆς Καιν. Διαθ. ἐν Εὐαγγ. κ. Ματθ. κς΄, 74, Ἀποκάλ. κβ', 3, ἀντὶ καταναθεματίζω·-καταθεματισμός, οῦ, ὁ, Ἰουστ. Μάρτ. Ἀποκρ. πρὸς Ὀρθοδ. 121, [[ἔνθα]] [[ὡσαύτως]] ὁρίζεται τὸ κατάθεμα, ὡς σημαῖνον τὸ συνθέσθαι τοῖς ἀναθεματίζουσιν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt== [[ἀναθεματίζω]]<br />to [[curse]], NTest.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':katanaqemat⋯zw 卡特-安那-帖馬提索<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':向下-向上-安置的<br />'''字義溯源''':發咒;由([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=下,按照)與([[ἀναθεματίζω]])=宣告,起誓)組成;其中 ([[ἀναθεματίζω]])出自([[ἀνάθεμα]])=被革除,受咒詛), ([[ἀνάθεμα]])出自([[ἀνατίθημι]])=宣布),而 ([[ἀνατίθημι]])又由([[ἀνά]])*=上)與([[τίθημι]])*=設立,安放)組成。<br />'''同義字''':1) ([[ἀναθεματίζω]])宣告,起誓 2) ([[κατάθεμα]] / [[κατανάθεμα]])咒詛 3) ([[καταθεματίζω]] / [[καταναθεματίζω]])發咒 4) ([[καταράομαι]])咒罵<br />'''出現次數''':總共(1);太(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 發咒(1) 太26:74
}}
}}

Latest revision as of 10:30, 23 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταθεματίζω Medium diacritics: καταθεματίζω Low diacritics: καταθεματίζω Capitals: ΚΑΤΑΘΕΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: katathematízō Transliteration B: katathematizō Transliteration C: katathematizo Beta Code: kataqemati/zw

English (LSJ)

= ἀναθεματίζω, Ev.Matt.26.74.

German (Pape)

[Seite 1349] = καταναθεματίζω, N.T.

French (Bailly abrégé)

c. καταναθεματίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταθεματίζω [κατάθεμα] vloeken.

Russian (Dvoretsky)

καταθεματίζω: клясться (κ. καὶ ὀμνύειν NT).

English (Thayer)

(καταναθεματίζω) (κατανάθεμα, which see); equivalent to καταθεματίζω (q v.) (Justin Martyr, dialog contra Trypho,
c. 47, and other ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

καταθεματίζω (Α) κατάθεμα
αναθεματίζω.

Greek Monotonic

καταθεματίζω: = ἀναθεματίζω, καταριέμαι, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

καταθεματίζω: ἀναθεματίζω, κατὰ τὴν ἀνάγνωσιν τῶν κριτικῶν ἐκδόσ. τῆς Καιν. Διαθ. ἐν Εὐαγγ. κ. Ματθ. κς΄, 74, Ἀποκάλ. κβ', 3, ἀντὶ καταναθεματίζω·-καταθεματισμός, οῦ, ὁ, Ἰουστ. Μάρτ. Ἀποκρ. πρὸς Ὀρθοδ. 121, ἔνθα ὡσαύτως ὁρίζεται τὸ κατάθεμα, ὡς σημαῖνον τὸ συνθέσθαι τοῖς ἀναθεματίζουσιν.

Middle Liddell

= ἀναθεματίζω
to curse, NTest.

Chinese

原文音譯:katanaqemat⋯zw 卡特-安那-帖馬提索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向下-向上-安置的
字義溯源:發咒;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἀναθεματίζω)=宣告,起誓)組成;其中 (ἀναθεματίζω)出自(ἀνάθεμα)=被革除,受咒詛), (ἀνάθεμα)出自(ἀνατίθημι)=宣布),而 (ἀνατίθημι)又由(ἀνά)*=上)與(τίθημι)*=設立,安放)組成。
同義字:1) (ἀναθεματίζω)宣告,起誓 2) (κατάθεμα / κατανάθεμα)咒詛 3) (καταθεματίζω / καταναθεματίζω)發咒 4) (καταράομαι)咒罵
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編
1) 發咒(1) 太26:74