εἰσπέτομαι: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502
(10)
m (Text replacement - "Arist. ''HA''" to "Arist.''HA''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(24 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eispetomai
|Transliteration C=eispetomai
|Beta Code=ei)spe/tomai
|Beta Code=ei)spe/tomai
|Definition=fut. -<b class="b3">πτήσομαι</b>: aor. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> εἰσεπτόμην Ar. (v. infr.), but 3sg. -έπτατο <span class="bibl">Il.21.494</span>; part. ἐσπτόμενοι <span class="bibl">D.C.45.17</span>: also in Act. form -έπτην <span class="bibl">Ath.9.395a</span>, Plu.2.461e, etc. : aor. Pass. in med. sense, -πετασθῆναι <span class="bibl">Arist. <span class="title">HA</span>624b6</span>:—<b class="b2">fly into, fly in</b>, c.acc., κοίλην εἰσέπτατο πέτρην Il. l. c. ; ἐς τὸν ἀέρα <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>1173</span>; of weapons, ἐς τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ πρὸς τὰς χεῖρας <span class="bibl">D.C.40.22</span>: metaph. of reports, <span class="bibl">Hdt.9.100</span>, <span class="bibl">101</span>.</span>
|Definition=fut. εἰσπτήσομαι: aor. εἰσεπτόμην Ar. (v. infr.), but 3sg. εἰσέπτατο Il.21.494; part. ἐσπτόμενοι D.C.45.17: also in Act. form εἰσέπτην Ath.9.395a, Plu.2.461e, etc.: aor. Pass. in med. sense, εἰσπετασθῆναι [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''624b6:—[[fly into]], [[fly in]], c.acc., κοίλην εἰσέπτατο πέτρην Il. l. c.; ἐς τὸν ἀέρα [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''1173; of weapons, ἐς τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ πρὸς τὰς χεῖρας D.C.40.22: metaph. of reports, [[Herodotus|Hdt.]]9.100, 101.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἐσπέτομαι]] Paus.9.40.2, Philostr.<i>Ep</i>.72, D.C.40.22.4<br /><b class="num">• Morfología:</b> med. ind. aor. -έπτετο Ar.<i>Au</i>.278, part. -πτόμενοι D.C.45.17.6; otros aor. v. [[εἰσπετάννυμι]]<br />[[entrar volando]], [[llegarse volando]] de aves e insectos, c. adv. o giro prep. de direcc. οἱ μὲν (σφῆκες) εἰς τὸν πρωκτὸν αὐτῶν εἰσπέτεσθ' Ar.<i>V</i>.431, τῶν γὰρ θεῶν τις [[ἄρτι]] τῶν παρὰ τοῦ Διὸς διὰ τῶν πυλῶν εἰσέπτετ' εἰς τὸν ἀέρα Ar.<i>Au</i>.1173, τοὺς τροχίλους φασὶν εἰσπετομένους εἰς τὰ στόματα τῶν κροκοδείλων Arist.<i>Mir</i>.831<sup>a</sup>11, ὄρνιθας δὲ τῆς πέτρας κατὰ κορυφὴν εἰσπετομένους Plu.2.941f, cf. Antig.<i>Mir</i>.100, Arr.<i>Peripl.M.Eux</i>.21.4, Paus.l.c., D.C.l.c., <i>Epit</i>.8.1.1, ἱέραξ ... [[εἴσω]] εἰσπετόμενος Thphr.<i>Sign</i>.17<br /><b class="num">•</b>c. ac. de direcc. (τὸ ζῷον) σίνεται δὲ καὶ κόρας ὀφθαλμῶν εἰσπετόμενον ref. el mosquito, Ph.2.97, οἱ πελαργοὶ τὰς πεπορθημένας πόλεις οὐκ ἐσπέτονται Philostr.<i>Ep</i>.72<br /><b class="num">•</b>sin indic. de direcc. Ar.<i>Au</i>.278, Arist.<i>HA</i> 612<sup>a</sup>21, Luc.<i>VH</i> 1.34, Ael.<i>NA</i> 4.2, Clem.Al.<i>Protr</i>.4.52<br /><b class="num"></b>de armas arrojadizas ἔς τε γὰρ τοὺς ὀφθαλμούς σφων ἐσπετόμενα D.C.40.22.4.
}}
{{bailly
|btext=[[s'introduire en volant dans]].<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[πέτομαι]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0745.png Seite 745]] = [[εἰσίπταμαι]]; εἰσεπέτοντο Teleclid. Ath. VI, 268 (v. 12).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0745.png Seite 745]] = [[εἰσίπταμαι]]; εἰσεπέτοντο Teleclid. Ath. VI, 268 (v. 12).
}}
{{elru
|elrutext='''εἰσπέτομαι:''' Arst. = [[εἰσπετάννυμι]] и [[εἰσίπταμαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰσπέτομαι''': μέλλ. πτήσομαι: ἀόρ. εἰσεπτάμην ([[ὡσεὶ]] ἐκ ῥήματος [[εἰσίπταμαι]]), ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἐν ἐνεργ. τύπῳ -έπτην Ἀθήν. 395Α, Πλούτ., κτλ.: παθ. τις [[ἀόριστος]] -πετασθῆναι εὕρηται παρ’ Ἀριστ. ἐν Ἱστ. Ζ. 9. 40, 15: ― [[πέτομαι]] εἰς ἢ ἐντὸς..., μετ’ αἰτ., κοίλην εἰσέπτατο πέτρην Ἰλ. Φ. 494˙ εἰς τὸν ἀέρα Ἀριστοφ. Ὄρν. 1173˙ μεταφ. ἐπὶ φήμης, Ἡροδ. 9. 100, 101.
|lstext='''εἰσπέτομαι''': μέλλ. πτήσομαι: ἀόρ. εἰσεπτάμην ([[ὡσεὶ]] ἐκ ῥήματος [[εἰσίπταμαι]]), ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἐν ἐνεργ. τύπῳ -έπτην Ἀθήν. 395Α, Πλούτ., κτλ.: παθ. τις [[ἀόριστος]] -πετασθῆναι εὕρηται παρ’ Ἀριστ. ἐν Ἱστ. Ζ. 9. 40, 15: ― [[πέτομαι]] εἰς ἢ ἐντὸς..., μετ’ αἰτ., κοίλην εἰσέπτατο πέτρην Ἰλ. Φ. 494· εἰς τὸν ἀέρα Ἀριστοφ. Ὄρν. 1173· μεταφ. ἐπὶ φήμης, Ἡροδ. 9. 100, 101.
}}
{{bailly
|btext=s’introduire en volant dans.<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[πέτομαι]].
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> ἐσ- Paus.9.40.2, Philostr.<i>Ep</i>.72, D.C.40.22.4<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> med. ind. aor. -έπτετο Ar.<i>Au</i>.278, part. -πτόμενοι D.C.45.17.6; otros aor. v. [[εἰσπετάννυμι]]<br />[[entrar volando]], [[llegarse volando]]de aves e insectos, c. adv. o giro prep. de direcc. οἱ μὲν (σφῆκες) εἰς τὸν πρωκτὸν αὐτῶν εἰσπέτεσθ' Ar.<i>V</i>.431, τῶν γὰρ θεῶν τις [[ἄρτι]] τῶν παρὰ τοῦ Διὸς διὰ τῶν πυλῶν εἰσέπτετ' εἰς τὸν ἀέρα Ar.<i>Au</i>.1173, τοὺς τροχίλους φασὶν εἰσπετομένους εἰς τὰ στόματα τῶν κροκοδείλων Arist.<i>Mir</i>.831<sup>a</sup>11, ὄρνιθας δὲ τῆς πέτρας κατὰ κορυφὴν εἰσπετομένους Plu.2.941f, cf. Antig.<i>Mir</i>.100, Arr.<i>Peripl.M.Eux</i>.21.4, Paus.l.c., D.C.l.c., <i>Epit</i>.8.1.1, ἱέραξ ... [[εἴσω]] εἰσπετόμενος Thphr.<i>Sign</i>.17<br /><b class="num">•</b>c. ac. de direcc. (τὸ ζῷον) σίνεται δὲ καὶ κόρας ὀφθαλμῶν εἰσπετόμενον ref. el mosquito, Ph.2.97, οἱ πελαργοὶ τὰς πεπορθημένας πόλεις οὐκ ἐσπέτονται Philostr.<i>Ep</i>.72<br /><b class="num">•</b>sin indic. de direcc. Ar.<i>Au</i>.278, Arist.<i>HA</i> 612<sup>a</sup>21, Luc.<i>VH</i> 1.34, Ael.<i>NA</i> 4.2, Clem.Al.<i>Protr</i>.4.52<br /><b class="num">•</b>de armas arrojadizas ἔς τε γὰρ τοὺς ὀφθαλμούς σφων ἐσπετόμενα D.C.40.22.4.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εἰσπέτομαι]] (Α)<br />[[πετώ]] [[προς]] ή [[μέσα]] (α. «ὥς τε [[πέλεια]], ἥ ῥὰ θ' ὑπ' ἴρηκος κοίλην εἰσέπτατο πέτρην» — σαν [[περιστέρα]] που πέταξε [[μέσα]] στην [[κουφάλα]] της πέτρας κυνηγημένη από [[γεράκι]]<br />β. «[[φήμη]] τε [[ἐσέπτατο]] ἐς τὸ [[στρατόπεδον]]» — [[φήμη]] πετούσε, διαδιδόταν [[μέσα]] στο [[στρατόπεδο]]).
|mltxt=[[εἰσπέτομαι]] (Α)<br />[[πετώ]] [[προς]] ή [[μέσα]] (α. «ὥς τε [[πέλεια]], ἥ ῥὰ θ' ὑπ' ἴρηκος κοίλην εἰσέπτατο πέτρην» — σαν [[περιστέρα]] που πέταξε [[μέσα]] στην [[κουφάλα]] της πέτρας κυνηγημένη από [[γεράκι]]<br />β. «[[φήμη]] τε [[ἐσέπτατο]] ἐς τὸ [[στρατόπεδον]]» — [[φήμη]] πετούσε, διαδιδόταν [[μέσα]] στο [[στρατόπεδο]]).
}}
{{lsm
|lsmtext='''εἰσπέτομαι:''' μέλ. -[[πτήσομαι]], αόρ. βʹ <i>εἰσ-επτάμην</i> (σαν να προέρχεται από το <i>εἰσ-[[ίπταμαι]]</i>), επίσης σε Ενεργ. τύπο <i>-έπτην</i>· [[πετώ]] [[εντός]], μέσα, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., για φήμες, πληροφορίες, ειδήσεις, σε Ηρόδ.
}}
}}

Latest revision as of 21:41, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσπέτομαι Medium diacritics: εἰσπέτομαι Low diacritics: εισπέτομαι Capitals: ΕΙΣΠΕΤΟΜΑΙ
Transliteration A: eispétomai Transliteration B: eispetomai Transliteration C: eispetomai Beta Code: ei)spe/tomai

English (LSJ)

fut. εἰσπτήσομαι: aor. εἰσεπτόμην Ar. (v. infr.), but 3sg. εἰσέπτατο Il.21.494; part. ἐσπτόμενοι D.C.45.17: also in Act. form εἰσέπτην Ath.9.395a, Plu.2.461e, etc.: aor. Pass. in med. sense, εἰσπετασθῆναι Arist.HA624b6:—fly into, fly in, c.acc., κοίλην εἰσέπτατο πέτρην Il. l. c.; ἐς τὸν ἀέρα Ar.Av.1173; of weapons, ἐς τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ πρὸς τὰς χεῖρας D.C.40.22: metaph. of reports, Hdt.9.100, 101.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἐσπέτομαι Paus.9.40.2, Philostr.Ep.72, D.C.40.22.4
• Morfología: med. ind. aor. -έπτετο Ar.Au.278, part. -πτόμενοι D.C.45.17.6; otros aor. v. εἰσπετάννυμι
entrar volando, llegarse volando de aves e insectos, c. adv. o giro prep. de direcc. οἱ μὲν (σφῆκες) εἰς τὸν πρωκτὸν αὐτῶν εἰσπέτεσθ' Ar.V.431, τῶν γὰρ θεῶν τις ἄρτι τῶν παρὰ τοῦ Διὸς διὰ τῶν πυλῶν εἰσέπτετ' εἰς τὸν ἀέρα Ar.Au.1173, τοὺς τροχίλους φασὶν εἰσπετομένους εἰς τὰ στόματα τῶν κροκοδείλων Arist.Mir.831a11, ὄρνιθας δὲ τῆς πέτρας κατὰ κορυφὴν εἰσπετομένους Plu.2.941f, cf. Antig.Mir.100, Arr.Peripl.M.Eux.21.4, Paus.l.c., D.C.l.c., Epit.8.1.1, ἱέραξ ... εἴσω εἰσπετόμενος Thphr.Sign.17
c. ac. de direcc. (τὸ ζῷον) σίνεται δὲ καὶ κόρας ὀφθαλμῶν εἰσπετόμενον ref. el mosquito, Ph.2.97, οἱ πελαργοὶ τὰς πεπορθημένας πόλεις οὐκ ἐσπέτονται Philostr.Ep.72
sin indic. de direcc. Ar.Au.278, Arist.HA 612a21, Luc.VH 1.34, Ael.NA 4.2, Clem.Al.Protr.4.52
de armas arrojadizas ἔς τε γὰρ τοὺς ὀφθαλμούς σφων ἐσπετόμενα D.C.40.22.4.

French (Bailly abrégé)

s'introduire en volant dans.
Étymologie: εἰς, πέτομαι.

German (Pape)

[Seite 745] = εἰσίπταμαι; εἰσεπέτοντο Teleclid. Ath. VI, 268 (v. 12).

Russian (Dvoretsky)

εἰσπέτομαι: Arst. = εἰσπετάννυμι и εἰσίπταμαι.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσπέτομαι: μέλλ. πτήσομαι: ἀόρ. εἰσεπτάμην (ὡσεὶ ἐκ ῥήματος εἰσίπταμαι), ἀλλ’ ὡσαύτως ἐν ἐνεργ. τύπῳ -έπτην Ἀθήν. 395Α, Πλούτ., κτλ.: παθ. τις ἀόριστος -πετασθῆναι εὕρηται παρ’ Ἀριστ. ἐν Ἱστ. Ζ. 9. 40, 15: ― πέτομαι εἰς ἢ ἐντὸς..., μετ’ αἰτ., κοίλην εἰσέπτατο πέτρην Ἰλ. Φ. 494· εἰς τὸν ἀέρα Ἀριστοφ. Ὄρν. 1173· μεταφ. ἐπὶ φήμης, Ἡροδ. 9. 100, 101.

Greek Monolingual

εἰσπέτομαι (Α)
πετώ προς ή μέσα (α. «ὥς τε πέλεια, ἥ ῥὰ θ' ὑπ' ἴρηκος κοίλην εἰσέπτατο πέτρην» — σαν περιστέρα που πέταξε μέσα στην κουφάλα της πέτρας κυνηγημένη από γεράκι
β. «φήμη τε ἐσέπτατο ἐς τὸ στρατόπεδον» — φήμη πετούσε, διαδιδόταν μέσα στο στρατόπεδο).

Greek Monotonic

εἰσπέτομαι: μέλ. -πτήσομαι, αόρ. βʹ εἰσ-επτάμην (σαν να προέρχεται από το εἰσ-ίπταμαι), επίσης σε Ενεργ. τύπο -έπτην· πετώ εντός, μέσα, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., για φήμες, πληροφορίες, ειδήσεις, σε Ηρόδ.