σύμφυσις: Difference between revisions
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
(11) |
|||
(20 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=symfysis | |Transliteration C=symfysis | ||
|Beta Code=su/mfusis | |Beta Code=su/mfusis | ||
|Definition=εως, ἡ, (συμφύω) < | |Definition=-εως, ἡ, ([[συμφύω]])<br><span class="bld">A</span> [[grow]]ing [[together]], [[natural]] [[junction]], especially of the bones, Hp.''Fract.''37, cf. ''Art.''34; opp. [[ἁφή]], as being not [[mere]] [[contact]], but [[continuity]] of [[substance]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Metaphysics|Metaph.]]''1014b22, cf. 1069a12, ''Ph.''227a23; σ. ὀστῶν Id.''HA''518b8; so of bones united, <b class="b3">κατὰ σύμφυσιν</b>, opp. articulation (κατ' ἄρθρον), Gal.2.734, ''PLit.Lond.''167.19 (ii/iii A.D.); of [[attachment]] of [[muscle]]s to [[bone]]s, Gal.2.445,484; ἡ σ. τοῦ [[δέρμα]]τος καὶ τῆς σαρκός Pl.''Ti.''77d, cf. [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''547a16, ''PA'' 693b25; <b class="b3">ἡ πρὸς τὴν μήτραν σ. [τοῦ Χορίου]</b> Sor.1.73; [[closing]] or [[healing up]] of an [[injured]] [[tree]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 9.2.6; <b class="b3">ἡ σ. καὶ ἡ τάξις</b> [[structure]] and [[arrangement]] of a physical body, Id.''Sens.''79, cf. ''Lap.''11; <b class="b3">ἔντερον συμφύσεις ἔχον</b>, of intestines divided into chambers by constriction, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''507b35; ἡ σ. τοῦ πνεύμονος κατὰ ῥάχιν Aret.''SD''1.9; of the [[tongue]], ib.7.<br><span class="bld">2</span> metaph. of the [[mystic]]'s union with the Supreme Being, Porph.''Abst.''1.29. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0993.png Seite 993]] ἡ, das Zusammenwachsen, Verwachsen, Plat. Tim. 77 d; übh. Zusammenhang, Verbindung, Arist. u. Sp. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σύμφυσις -εως, ἡ [συμφύω] samengroeiing, vergroeiing. geneesk., de vaste verbinding van twee beenderen door kraakbeen, m. n. gebruikt van de schaambeenvoeg: natuurlijke verbinding, symfyse. Hp. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σύμφῠσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1</b> [[сращенность]] (τοῦ δέρματος καὶ τοῦ σαρκός Plat.);<br /><b class="num">2</b> [[непрерывность]]: διαφέρει σ. [[ἁφῆς]] Arst. непрерывность отличается от (простого) соприкосновения. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σύμφῠσις''': ἡ, ([[συμφύω]]) τὸ συμφύεσθαι τὸ συναυξάνεσθαι, φυσικὴ [[συνένωσις]], [[μάλιστα]] ἐπὶ τῶν ὀστῶν, Ἱππ. π. Ἀγμ. 776, περὶ Ἄρθρ. 800· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀφή, [[ἐπειδὴ]] σημαίνει οὐχὶ τὴν ἁπλῆν αὐτῶν πρὸς ἄλληλα ἐπαφὴν ἀλλὰ συνέχειαν οὐσίας, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 4, 2, πρβλ. 10. 12., 15, Φυσ. 5. 3, 9· σ. ὀστῶν ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 11· [[οὕτως]] ἐπὶ ἑνώσεως ὀστῶν, κατὰ σύμφυσιν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ἄρθρωσιν (κατ’ ἄρθρον), Γαλην. 2. 734· ἡ σ. τοῦ δέρματος καὶ τῆς σαρκὸς Πλάτ. Τίμ. 77D, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 4· [[ἔντερον]] συμφύσεις ἔχον, διῃρημένον εἰς μέρη διὰ συσφίγξεως, [[αὐτόθι]] 2. 17, 16, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 17· ἡ σ. τοῦ πνεύματος κατὰ ῥάχιν Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 9· ἐπὶ τῆς γλώσσης, [[αὐτόθι]] 1. 7. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η / [[σύμφυσις]], -ύσεως, ΝΜΑ [[συμφύω]]<br /><b>1.</b> [[φυσική]] [[συνένωση]], [[συσσωμάτωση]], [[συγκόλληση]]<br /><b>2.</b> (ειδικά) η [[συνένωση]] δύο οστών ή [[μερών]] του ίδιου οστού (α. «ηβική [[σύμφυση]]» β. «ἐπὶ συμφύσεως ὀστῶν κεῖσθαι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> [[τύπος]] ακίνητης ή ελάχιστα [[κινητής]] αρθρώσεως που ενώνει δύο οστά με τη [[μεσολάβηση]] ινώδους χόνδρου<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> η [[συγκόλληση]] τμημάτων γειτονικών οργάνων που καλύπτονται με ορογόνο αδένα, ύστερα από εγχειρήσεις ή φλεγμονώδεις εξεργασίες<br /><b>3.</b> <b>(ορυκτ.)</b> αλληλοδιείσδυση κρυστάλλων δύο διαφορετικών ορυκτών, λόγω ταυτόχρονης κρυστάλλωσης ή απόμιξής τους<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «γενειακή [[σύμφυση]]»<br /><b>ανατ.</b> η [[γραμμή]] ένωσης τών δύο ημιμορίων του οστού της [[κάτω]] γνάθου<br />β) «καρδιακή [[σύμφυση]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[σύμφυση]] του επικαρδίου με το [[περικάρδιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επούλωση]]<br /><b>2.</b> η [[κατασκευή]] ενός σώματος<br /><b>3.</b> (για μυς) [[πρόσφυση]] σε [[οστό]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> (στους νεοπλατωνικούς) η μυστική [[συνένωση]] με το υπέρτατο ον<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[σύμφυσις]] ἐντέρου» — [[σύσφιγξη]] εντέρου ώστε αυτό να διαιρείται σε μέρη (<b>Αριστοτ.</b>). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 22:10, 24 November 2023
English (LSJ)
-εως, ἡ, (συμφύω)
A growing together, natural junction, especially of the bones, Hp.Fract.37, cf. Art.34; opp. ἁφή, as being not mere contact, but continuity of substance, Arist.Metaph.1014b22, cf. 1069a12, Ph.227a23; σ. ὀστῶν Id.HA518b8; so of bones united, κατὰ σύμφυσιν, opp. articulation (κατ' ἄρθρον), Gal.2.734, PLit.Lond.167.19 (ii/iii A.D.); of attachment of muscles to bones, Gal.2.445,484; ἡ σ. τοῦ δέρματος καὶ τῆς σαρκός Pl.Ti.77d, cf. Arist.HA547a16, PA 693b25; ἡ πρὸς τὴν μήτραν σ. [τοῦ Χορίου] Sor.1.73; closing or healing up of an injured tree, Thphr. HP 9.2.6; ἡ σ. καὶ ἡ τάξις structure and arrangement of a physical body, Id.Sens.79, cf. Lap.11; ἔντερον συμφύσεις ἔχον, of intestines divided into chambers by constriction, Arist.HA507b35; ἡ σ. τοῦ πνεύμονος κατὰ ῥάχιν Aret.SD1.9; of the tongue, ib.7.
2 metaph. of the mystic's union with the Supreme Being, Porph.Abst.1.29.
German (Pape)
[Seite 993] ἡ, das Zusammenwachsen, Verwachsen, Plat. Tim. 77 d; übh. Zusammenhang, Verbindung, Arist. u. Sp.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύμφυσις -εως, ἡ [συμφύω] samengroeiing, vergroeiing. geneesk., de vaste verbinding van twee beenderen door kraakbeen, m. n. gebruikt van de schaambeenvoeg: natuurlijke verbinding, symfyse. Hp.
Russian (Dvoretsky)
σύμφῠσις: εως ἡ
1 сращенность (τοῦ δέρματος καὶ τοῦ σαρκός Plat.);
2 непрерывность: διαφέρει σ. ἁφῆς Arst. непрерывность отличается от (простого) соприкосновения.
Greek (Liddell-Scott)
σύμφῠσις: ἡ, (συμφύω) τὸ συμφύεσθαι τὸ συναυξάνεσθαι, φυσικὴ συνένωσις, μάλιστα ἐπὶ τῶν ὀστῶν, Ἱππ. π. Ἀγμ. 776, περὶ Ἄρθρ. 800· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀφή, ἐπειδὴ σημαίνει οὐχὶ τὴν ἁπλῆν αὐτῶν πρὸς ἄλληλα ἐπαφὴν ἀλλὰ συνέχειαν οὐσίας, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 4, 2, πρβλ. 10. 12., 15, Φυσ. 5. 3, 9· σ. ὀστῶν ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 11· οὕτως ἐπὶ ἑνώσεως ὀστῶν, κατὰ σύμφυσιν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ἄρθρωσιν (κατ’ ἄρθρον), Γαλην. 2. 734· ἡ σ. τοῦ δέρματος καὶ τῆς σαρκὸς Πλάτ. Τίμ. 77D, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 4· ἔντερον συμφύσεις ἔχον, διῃρημένον εἰς μέρη διὰ συσφίγξεως, αὐτόθι 2. 17, 16, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 17· ἡ σ. τοῦ πνεύματος κατὰ ῥάχιν Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 9· ἐπὶ τῆς γλώσσης, αὐτόθι 1. 7.
Greek Monolingual
η / σύμφυσις, -ύσεως, ΝΜΑ συμφύω
1. φυσική συνένωση, συσσωμάτωση, συγκόλληση
2. (ειδικά) η συνένωση δύο οστών ή μερών του ίδιου οστού (α. «ηβική σύμφυση» β. «ἐπὶ συμφύσεως ὀστῶν κεῖσθαι», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. ανατ. τύπος ακίνητης ή ελάχιστα κινητής αρθρώσεως που ενώνει δύο οστά με τη μεσολάβηση ινώδους χόνδρου
2. ιατρ. η συγκόλληση τμημάτων γειτονικών οργάνων που καλύπτονται με ορογόνο αδένα, ύστερα από εγχειρήσεις ή φλεγμονώδεις εξεργασίες
3. (ορυκτ.) αλληλοδιείσδυση κρυστάλλων δύο διαφορετικών ορυκτών, λόγω ταυτόχρονης κρυστάλλωσης ή απόμιξής τους
4. φρ. α) «γενειακή σύμφυση»
ανατ. η γραμμή ένωσης τών δύο ημιμορίων του οστού της κάτω γνάθου
β) «καρδιακή σύμφυση»
ιατρ. σύμφυση του επικαρδίου με το περικάρδιο
αρχ.
1. επούλωση
2. η κατασκευή ενός σώματος
3. (για μυς) πρόσφυση σε οστό
4. μτφ. (στους νεοπλατωνικούς) η μυστική συνένωση με το υπέρτατο ον
5. φρ. «σύμφυσις ἐντέρου» — σύσφιγξη εντέρου ώστε αυτό να διαιρείται σε μέρη (Αριστοτ.).