φοινίκεος: Difference between revisions
Ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → The mountain was in labor—even Zeus was afraid—but gave birth to a mouse
m (Text replacement - " f.l." to " f.l.") |
|||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=φοινῑ́κεος | ||
|Medium diacritics=φοινίκεος | |Medium diacritics=φοινίκεος | ||
|Low diacritics=φοινίκεος | |Low diacritics=φοινίκεος | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=foinikeos | |Transliteration C=foinikeos | ||
|Beta Code=foini/keos | |Beta Code=foini/keos | ||
|Definition=[ῑ], | |Definition=[ῑ], φοινικέα, φοινίκεον:<br><span class="bld">A</span> ([[φοῖνιξ]] B.1):—[[purple-red]], [[crimson]], and (generally) [[red]], νέφος Xenoph.32.2; ῥόδα Pi.''I.''4(3).18(36); προμαχεῶνες [[Herodotus|Hdt.]]1.98; εἷμα Id.2.132, cf. 7.76, 9.22; ὄνυχες Hp.''Int.''29; <b class="b3">σύκινα φ.</b>, a variety of fig, ''PCair.Zen.''33.12 intr. (iii B.C.); metaph., [[blushing]], αἰδώς Erinn.''Fr.''i B 34 Diehl2; contr. φοινῑκοῦς, ῆ, οῦν, Hp. ''Mul.''1.95, X.''An.''1.2.16, ''Cyr.''7.1.2, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''592b24, Dsc.3.153; σκηναί Plb.6.41.7; [[χιτών]], as signal for battle, Plu.''Pomp.''68, ''Brut.''40; γράμματα D.C.40.18; τὸ φ. [[dark red]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Metaphysics|Metaph.]]''1057a25, al.; less bright than <b class="b3">τὸ ἁλουργές</b>, Id.''Col.''792a14 ([[φοινικά]] must be corrected to [[φοινικᾶ]] in Dsc.2.176, cf. Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[φοινικᾶ]] (but [[φοινικιᾶ]] Id. [[sub verbo|s.v.]] [[ἁπλᾶ]])).<br><span class="bld">II</span> prob. [[falsa lectio|f.l.]] for [[Φοινικικός]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 3.12.3. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1295.png Seite 1295]] zsgzgn φοινικοῦς, 1) purpurroth; ῥόδα Pind. I. 3, 36; [[χρῶμα]] Tim. Locr. 101 c; Her. 1, 98. 2, 132. 7, 76; χιτῶνες Xen. Cyr. 7, 1,2; Pol. 12, 2,4 und Sp. – 2) von der Palme gemacht, in welcher Bdtg Her. immer die Form [[φοινικήϊος]] hat. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1295.png Seite 1295]] zsgzgn φοινικοῦς, 1) purpurroth; ῥόδα Pind. I. 3, 36; [[χρῶμα]] Tim. Locr. 101 c; Her. 1, 98. 2, 132. 7, 76; χιτῶνες Xen. Cyr. 7, 1,2; Pol. 12, 2,4 und Sp. – 2) von der Palme gemacht, in welcher Bdtg Her. immer die Form [[φοινικήϊος]] hat. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=έα, εον;<br />[[d'un rouge de pourpre]], [[écarlate]].<br />'''Étymologie:''' [[φοῖνιξ]]¹. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φοινίκεος:''' стяж. [[φοινικοῦς|φοινῑκοῦς]] 3 ярко-красный, алый, пурпурный (ῥόδα Pind.; [[εἷμα]] Her.; χιτῶνες Xen.; [[χρῶμα]] Plat.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φοινίκεος''': [ῑ], έα, εον, (φοῖνιξ Α. 1. 2)· ― πορφυροκόκκινος ὡς τὸ βαθὺ κόκκινον [[χρῶμα]] τοῦ ἄνθους τῆς ῥοιᾶς, [[καθόλου]] δὲ [[ἐρυθρός]], [[κόκκινος]], Λατιν. puniceus, Σιμωνίδ. 23· ῥόδα Πινδ. Ι. 4 (3). 30· προμαχεῶνες Ἡρόδ. 1. 98· [[εἷμα]] ὁ αὐτ. 2. 132, πρβλ. 7. 76., 9. 22. ― Ἀττ. συνῃρ. φοινῑκοῦς, ῆ, οῦν, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 16, Κύρ. Παιδ. 7. 1, 2, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 5· τὸ φοινικοῦν, τὸ βαθὺ ἐρυθρὸν [[χρῶμα]], Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 7. 2, κ. ἀλλ.· ἧττον λαμπρὸν ἢ τὸ ἁλουργές, ὁ αὐτ. π. Χρωμ. 2, 2 κἑξ.· πρβλ. ἀργυροῦς, [[χαλκοῦς]], [[χρυσοῦς]], ἐκ τοῦ [[ἀργύρεος]], κλπ. Πολλαχοῦ οἱ ἀντιγραφεῖς εἰσήγαγον τὴν γραφήν, φοινικὰ ἀντὶ φοινικᾶ, π. χ. Διοσκ. 2. 207, Δίων Κάσσ. 40. 18, πρβλ.. Σουΐδ. ἐν λ., Λοβέκ. εἰς Φρύν. 148, Παραλ. 286. ― Πρβλ. φοῖνιξ Β, [[φοινίκιος]]. | |lstext='''φοινίκεος''': [ῑ], έα, εον, (φοῖνιξ Α. 1. 2)· ― πορφυροκόκκινος ὡς τὸ βαθὺ κόκκινον [[χρῶμα]] τοῦ ἄνθους τῆς ῥοιᾶς, [[καθόλου]] δὲ [[ἐρυθρός]], [[κόκκινος]], Λατιν. puniceus, Σιμωνίδ. 23· ῥόδα Πινδ. Ι. 4 (3). 30· προμαχεῶνες Ἡρόδ. 1. 98· [[εἷμα]] ὁ αὐτ. 2. 132, πρβλ. 7. 76., 9. 22. ― Ἀττ. συνῃρ. φοινῑκοῦς, ῆ, οῦν, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 16, Κύρ. Παιδ. 7. 1, 2, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 5· τὸ φοινικοῦν, τὸ βαθὺ ἐρυθρὸν [[χρῶμα]], Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 7. 2, κ. ἀλλ.· ἧττον λαμπρὸν ἢ τὸ ἁλουργές, ὁ αὐτ. π. Χρωμ. 2, 2 κἑξ.· πρβλ. ἀργυροῦς, [[χαλκοῦς]], [[χρυσοῦς]], ἐκ τοῦ [[ἀργύρεος]], κλπ. Πολλαχοῦ οἱ ἀντιγραφεῖς εἰσήγαγον τὴν γραφήν, φοινικὰ ἀντὶ φοινικᾶ, π. χ. Διοσκ. 2. 207, Δίων Κάσσ. 40. 18, πρβλ.. Σουΐδ. ἐν λ., Λοβέκ. εἰς Φρύν. 148, Παραλ. 286. ― Πρβλ. φοῖνιξ Β, [[φοινίκιος]]. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>φοινῑκεος | |sltr=<b>φοινῑκεος</b> [[red]] χθὼν ὥτε φοινικέοισιν ἄνθησεν ῥόδοις (I. 4.18) φοι]νικέας τ[ ?fr. 345b. 4. | ||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles | ||
Line 26: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-έα, -ον, Α<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[φοινικόεις]].<br /><b>(II)</b><br />-έα, -ον, Α<br /><b>ιων. τ.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Φοίνικες ή στη [[Φοινίκη]], [[φοινικικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αμφβλ. τ. <span style="color: red;"><</span> [[Φοῖνιξ]], -<i>οίνικος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εος</i> ( | |mltxt=<b>(I)</b><br />-έα, -ον, Α<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[φοινικόεις]].<br /><b>(II)</b><br />-έα, -ον, Α<br /><b>ιων. τ.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Φοίνικες ή στη [[Φοινίκη]], [[φοινικικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αμφβλ. τ. <span style="color: red;"><</span> [[Φοῖνιξ]], -<i>οίνικος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εος</i> ([[πρβλ]]. [[χρύσεος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φοινίκεος:''' [ῑ], -έα, -εον ([[φοῖνιξ]] Β), πορφυροκόκκινος, [[ερυθρός]] ή [[πορφυρός]], και (γενικά) [[κόκκινος]], Λατ. [[puniceus]], σε Ηρόδ., Πίνδ.· Αττ. συνηρ. φοινῑκοῦς, <i>-ᾶ</i>, <i>-οῦν</i>, σε Ξεν. | |lsmtext='''φοινίκεος:''' [ῑ], -έα, -εον ([[φοῖνιξ]] Β), πορφυροκόκκινος, [[ερυθρός]] ή [[πορφυρός]], και (γενικά) [[κόκκινος]], Λατ. [[puniceus]], σε Ηρόδ., Πίνδ.· Αττ. συνηρ. φοινῑκοῦς, <i>-ᾶ</i>, <i>-οῦν</i>, σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=[[φοῖνιξ]]<br />[[purple]]-red, [[purple]] or [[crimson]], and ([[generally]]) red, Lat. [[puniceus]], Hdt., Pind.:—Attic contr. φοινῑκοῦς, ᾶ, οῦν, Xen. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elmes | ||
| | |esmgtx=-ον [[rojo]] ποίει σεαυτῷ στέφανον, περιπλέξας αὐτῷ στέφος, ὅ ἐστιν λευκὸν ἔριον, ἐκ διαστημάτων δεδεμένον φοινικῷ ἐρίῳ <b class="b3">hazte una corona, entrelazándole alrededor una cinta de lana blanca, atada a intervalos con lana roja</b> P II 71 παραθήσεις δὲ αὐτῷ ... μῆλα φοινίκια, κρατῆρα κεκραμμένον οἰνομέλιτι <b class="b3">pondrás junto a él manzanas rojas, una copa llena de vino con miel</b> P XII 23 | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:15, 24 November 2023
English (LSJ)
[ῑ], φοινικέα, φοινίκεον:
A (φοῖνιξ B.1):—purple-red, crimson, and (generally) red, νέφος Xenoph.32.2; ῥόδα Pi.I.4(3).18(36); προμαχεῶνες Hdt.1.98; εἷμα Id.2.132, cf. 7.76, 9.22; ὄνυχες Hp.Int.29; σύκινα φ., a variety of fig, PCair.Zen.33.12 intr. (iii B.C.); metaph., blushing, αἰδώς Erinn.Fr.i B 34 Diehl2; contr. φοινῑκοῦς, ῆ, οῦν, Hp. Mul.1.95, X.An.1.2.16, Cyr.7.1.2, Arist.HA592b24, Dsc.3.153; σκηναί Plb.6.41.7; χιτών, as signal for battle, Plu.Pomp.68, Brut.40; γράμματα D.C.40.18; τὸ φ. dark red, Arist.Metaph.1057a25, al.; less bright than τὸ ἁλουργές, Id.Col.792a14 (φοινικά must be corrected to φοινικᾶ in Dsc.2.176, cf. Suid. s.v. φοινικᾶ (but φοινικιᾶ Id. s.v. ἁπλᾶ)).
II prob. f.l. for Φοινικικός, Thphr. HP 3.12.3.
German (Pape)
[Seite 1295] zsgzgn φοινικοῦς, 1) purpurroth; ῥόδα Pind. I. 3, 36; χρῶμα Tim. Locr. 101 c; Her. 1, 98. 2, 132. 7, 76; χιτῶνες Xen. Cyr. 7, 1,2; Pol. 12, 2,4 und Sp. – 2) von der Palme gemacht, in welcher Bdtg Her. immer die Form φοινικήϊος hat.
French (Bailly abrégé)
έα, εον;
d'un rouge de pourpre, écarlate.
Étymologie: φοῖνιξ¹.
Russian (Dvoretsky)
φοινίκεος: стяж. φοινῑκοῦς 3 ярко-красный, алый, пурпурный (ῥόδα Pind.; εἷμα Her.; χιτῶνες Xen.; χρῶμα Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
φοινίκεος: [ῑ], έα, εον, (φοῖνιξ Α. 1. 2)· ― πορφυροκόκκινος ὡς τὸ βαθὺ κόκκινον χρῶμα τοῦ ἄνθους τῆς ῥοιᾶς, καθόλου δὲ ἐρυθρός, κόκκινος, Λατιν. puniceus, Σιμωνίδ. 23· ῥόδα Πινδ. Ι. 4 (3). 30· προμαχεῶνες Ἡρόδ. 1. 98· εἷμα ὁ αὐτ. 2. 132, πρβλ. 7. 76., 9. 22. ― Ἀττ. συνῃρ. φοινῑκοῦς, ῆ, οῦν, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 16, Κύρ. Παιδ. 7. 1, 2, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 5· τὸ φοινικοῦν, τὸ βαθὺ ἐρυθρὸν χρῶμα, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 7. 2, κ. ἀλλ.· ἧττον λαμπρὸν ἢ τὸ ἁλουργές, ὁ αὐτ. π. Χρωμ. 2, 2 κἑξ.· πρβλ. ἀργυροῦς, χαλκοῦς, χρυσοῦς, ἐκ τοῦ ἀργύρεος, κλπ. Πολλαχοῦ οἱ ἀντιγραφεῖς εἰσήγαγον τὴν γραφήν, φοινικὰ ἀντὶ φοινικᾶ, π. χ. Διοσκ. 2. 207, Δίων Κάσσ. 40. 18, πρβλ.. Σουΐδ. ἐν λ., Λοβέκ. εἰς Φρύν. 148, Παραλ. 286. ― Πρβλ. φοῖνιξ Β, φοινίκιος.
English (Slater)
φοινῑκεος red χθὼν ὥτε φοινικέοισιν ἄνθησεν ῥόδοις (I. 4.18) φοι]νικέας τ[ ?fr. 345b. 4.
Spanish
Greek Monolingual
(I)
-έα, -ον, Α
ιων. τ. βλ. φοινικόεις.
(II)
-έα, -ον, Α
ιων. τ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Φοίνικες ή στη Φοινίκη, φοινικικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. < Φοῖνιξ, -οίνικος + κατάλ. -εος (πρβλ. χρύσεος)].
Greek Monotonic
φοινίκεος: [ῑ], -έα, -εον (φοῖνιξ Β), πορφυροκόκκινος, ερυθρός ή πορφυρός, και (γενικά) κόκκινος, Λατ. puniceus, σε Ηρόδ., Πίνδ.· Αττ. συνηρ. φοινῑκοῦς, -ᾶ, -οῦν, σε Ξεν.
Middle Liddell
φοῖνιξ
purple-red, purple or crimson, and (generally) red, Lat. puniceus, Hdt., Pind.:—Attic contr. φοινῑκοῦς, ᾶ, οῦν, Xen.
Léxico de magia
-ον rojo ποίει σεαυτῷ στέφανον, περιπλέξας αὐτῷ στέφος, ὅ ἐστιν λευκὸν ἔριον, ἐκ διαστημάτων δεδεμένον φοινικῷ ἐρίῳ hazte una corona, entrelazándole alrededor una cinta de lana blanca, atada a intervalos con lana roja P II 71 παραθήσεις δὲ αὐτῷ ... μῆλα φοινίκια, κρατῆρα κεκραμμένον οἰνομέλιτι pondrás junto a él manzanas rojas, una copa llena de vino con miel P XII 23