Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑπόστημα: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα μὴ πόνει μάτην → Ne tu labores frustra in iis, quae nil iuvant → Müh nicht umsonst mit dem, was dir nichts nützt, dich ab

Menander, Monostichoi, 508
(4b)
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypostima
|Transliteration C=ypostima
|Beta Code=u(po/sthma
|Beta Code=u(po/sthma
|Definition=ατος, τό, (ὑφίστημι) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">that which sinks to the bottom, sediment</b>, esp. in urine, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Judic.</span>3</span>; of excrement and urine, <b class="b3">τὰ ὑ. τῆς κοιλίας καὶ τῆς κύστεως</b> (cf. ὑπόστασις <span class="bibl">B. 1.1</span>) <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>487a6</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">PA</span>653b11</span>; <b class="b3">ὑ. τὸ λευκόν</b>, of birds, ib.<span class="bibl">679a18</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">that which is set under, support</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">IA</span>708b2</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">base, stand</b>, <span class="bibl">Callix.2</span>, <span class="bibl">Hegesand. 45</span>, <span class="title">IG</span>3.1418,1419,1421; cf. [[ὑπόθημα]]. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b2">a station of soldiers, camp</b>, <span class="bibl">LXX <span class="title">2 Ki.</span>23.14</span> (with v.l. [[ὑπόστεμα]]). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">IV</span> = [[περίνεος]], <span class="bibl">Poll. 2.171</span>, <span class="bibl">Ruf.<span class="title">Onom.</span>101</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">V</span> <b class="b2">multitude</b>, Hsch.</span>
|Definition=-ατος, τό, ([[ὑφίστημι]])<br><span class="bld">A</span> [[that which sinks to the bottom]], [[sediment]], especially in urine, Hp.''Judic.''3; of excrement and urine, <b class="b3">τὰ ὑ. τῆς κοιλίας καὶ τῆς κύστεως</b> (cf. [[ὑπόστασις]] B. 1.1) [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''487a6, cf. ''PA''653b11; <b class="b3">ὑ. τὸ λευκόν</b>, of birds, ib.679a18.<br><span class="bld">II</span> [[that which is set under]], [[support]], Id.''IA''708b2.<br><span class="bld">2</span> [[base]], [[stand]], Callix.2, Hegesand. 45, ''IG''3.1418,1419,1421; cf. [[ὑπόθημα]].<br><span class="bld">III</span> [[a station of soldiers]], [[camp]], [[LXX]] ''2 Ki.''23.14 (with [[varia lectio|v.l.]] [[ὑπόστεμα]]).<br><span class="bld">IV</span> = [[περίνεος]], Poll. 2.171, Ruf.''Onom.''101.<br><span class="bld">V</span> [[multitude]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1233.png Seite 1233]] τό, Bodensatz, Arist. H. A. 1, 1, öfter; – Sp. Substanz. – Standlager der Soldaten, LXX. – Standhaftigkeit, Muth, Sp. – Auch = [[περίνεον]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1233.png Seite 1233]] τό, Bodensatz, Arist. H. A. 1, 1, öfter; – Sp. Substanz. – Standlager der Soldaten, LXX. – Standhaftigkeit, Muth, Sp. – Auch = [[περίνεον]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπόστημα:''' ατος τό<br /><b class="num">1</b> [[осадок]], [[отложение]] (τὰ γεώδη ὑποστήματα Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[выделение]] (τῆς κύστεως καὶ τῆς κοιλίας Arst.);<br /><b class="num">3</b> [[подпора]] (''[[sc.]]'' τοῦ σώματος Arst.);<br /><b class="num">4</b> [[нарыв]] (Plut. - [[varia lectio|v.l.]] к [[ἀπόστημα]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπόστημα''': τό, ([[ὑφίστημι]]) τὸ κατερχόμενον εἰς τὸν πυθμένα, ὑγροῦ ὡς [[ὑποστάθμη]], [[μάλιστα]] τῶν οὔρων, Ἱππ. 52 κἑξ.· ἐπὶ τῶν περιττωμάτων καὶ οὔρων, τὰ ὑπ. τῆς κοιλίας καὶ τῆς κύστεως (πρβλ. [[ὑπόστασις]] Β. 1), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 11, πρβλ. 6. 3, 14, π. Ζ. Μορ. 2. 7, 20· τὸ ὑπ. τὸ [[λευκόν]], ἐπὶ πτηνῶν, [[αὐτόθι]] 4. 5, 44. ΙΙ. τὸ [[κάτωθεν]] τιθέμενον, [[ὑποστήριγμα]], Ἀριστ. περὶ Ζ. Πορείας 8, 5. 2) βάσις, [[στήριγμα]], Καλλίξεν. παρ’ Ἀθην. 197Α· τὸ ἐν Δελφοῖς [[ὑπόστημα]], [[οἷον]] ἐγγυθήκην τινὰ σιδηρᾶν, [[ἀνάθημα]] Ἀλυάττου Ἡγήσανδρ. ὁ Δελφὸς [[αὐτόθι]] 210Β, Συλλ. Ἐπιγρ. 989b, 991b· πρβλ. [[ὑπόθημα]] ΙΙΙ. σταθμὸς στρατιωτῶν, [[στρατόπεδον]], Λατ. statio, Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. ΚΓ΄, 14), ἐν τῷ Ἀλεξ. τύπῳ [[ὑπόστεμα]], ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 249. IV. = περίνεον, [[Πολυδ]]. Β΄, 171, Ροῦφ. Ἐφέσ. 154, ἐκδ. Matth. V. [[πλῆθος]], [[ὄχλος]], Ἰω. Ἀντιοχ. παρὰ Σουΐδ. VI. [[οὐσία]], Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σελ. 550Β.
|lstext='''ὑπόστημα''': τό, ([[ὑφίστημι]]) τὸ κατερχόμενον εἰς τὸν πυθμένα, ὑγροῦ ὡς [[ὑποστάθμη]], [[μάλιστα]] τῶν οὔρων, Ἱππ. 52 κἑξ.· ἐπὶ τῶν περιττωμάτων καὶ οὔρων, τὰ ὑπ. τῆς κοιλίας καὶ τῆς κύστεως (πρβλ. [[ὑπόστασις]] Β. 1), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 11, πρβλ. 6. 3, 14, π. Ζ. Μορ. 2. 7, 20· τὸ ὑπ. τὸ [[λευκόν]], ἐπὶ πτηνῶν, [[αὐτόθι]] 4. 5, 44. ΙΙ. τὸ [[κάτωθεν]] τιθέμενον, [[ὑποστήριγμα]], Ἀριστ. περὶ Ζ. Πορείας 8, 5. 2) βάσις, [[στήριγμα]], Καλλίξεν. παρ’ Ἀθην. 197Α· τὸ ἐν Δελφοῖς [[ὑπόστημα]], [[οἷον]] ἐγγυθήκην τινὰ σιδηρᾶν, [[ἀνάθημα]] Ἀλυάττου Ἡγήσανδρ. ὁ Δελφὸς [[αὐτόθι]] 210Β, Συλλ. Ἐπιγρ. 989b, 991b· πρβλ. [[ὑπόθημα]] ΙΙΙ. σταθμὸς στρατιωτῶν, [[στρατόπεδον]], Λατ. statio, Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. ΚΓ΄, 14), ἐν τῷ Ἀλεξ. τύπῳ [[ὑπόστεμα]], ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 249. IV. = περίνεον, Πολυδ. Β΄, 171, Ροῦφ. Ἐφέσ. 154, ἐκδ. Matth. V. [[πλῆθος]], [[ὄχλος]], Ἰω. Ἀντιοχ. παρὰ Σουΐδ. VI. [[οὐσία]], Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σελ. 550Β.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ήματος, τὸ, ΜΑ, και [[ὑπόστεμα]], -έματος, Α [[ὑφίστημι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πλήθος]], όχλος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υποστάθμη]], [[κατακάθι]], [[ιδίως]] περιττωμάτων και ούρων («τὰ ὑποστήματα τῆς κοιλίας καὶ τῆς κύστεως», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καθίζηση]]<br /><b>3.</b> [[υποστήριγμα]]<br /><b>4.</b> [[βάση]], [[βάθρο]]<br /><b>5.</b> περίνεο<br /><b>6.</b> [[υπόσταση]], ύπαρξη.
|mltxt=-ήματος, τὸ, ΜΑ, και [[ὑπόστεμα]], -έματος, Α [[ὑφίστημι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πλήθος]], όχλος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υποστάθμη]], [[κατακάθι]], [[ιδίως]] περιττωμάτων και ούρων («τὰ ὑποστήματα τῆς κοιλίας καὶ τῆς κύστεως», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καθίζηση]]<br /><b>3.</b> [[υποστήριγμα]]<br /><b>4.</b> [[βάση]], [[βάθρο]]<br /><b>5.</b> περίνεο<br /><b>6.</b> [[υπόσταση]], ύπαρξη.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπόστημα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> осадок, отложение (τὰ γεώδη ὑποστήματα Arst.);<br /><b class="num">2)</b> выделение (τῆς κύστεως καὶ τῆς κοιλίας Arst.);<br /><b class="num">3)</b> подпора (sc. τοῦ σώματος Arst.);<br /><b class="num">4)</b> нарыв (Plut. - v. l. к [[ἀπόστημα]]).
}}
}}

Latest revision as of 22:25, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόστημα Medium diacritics: ὑπόστημα Low diacritics: υπόστημα Capitals: ΥΠΟΣΤΗΜΑ
Transliteration A: hypóstēma Transliteration B: hypostēma Transliteration C: ypostima Beta Code: u(po/sthma

English (LSJ)

-ατος, τό, (ὑφίστημι)
A that which sinks to the bottom, sediment, especially in urine, Hp.Judic.3; of excrement and urine, τὰ ὑ. τῆς κοιλίας καὶ τῆς κύστεως (cf. ὑπόστασις B. 1.1) Arist.HA487a6, cf. PA653b11; ὑ. τὸ λευκόν, of birds, ib.679a18.
II that which is set under, support, Id.IA708b2.
2 base, stand, Callix.2, Hegesand. 45, IG3.1418,1419,1421; cf. ὑπόθημα.
III a station of soldiers, camp, LXX 2 Ki.23.14 (with v.l. ὑπόστεμα).
IV = περίνεος, Poll. 2.171, Ruf.Onom.101.
V multitude, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1233] τό, Bodensatz, Arist. H. A. 1, 1, öfter; – Sp. Substanz. – Standlager der Soldaten, LXX. – Standhaftigkeit, Muth, Sp. – Auch = περίνεον.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόστημα: ατος τό
1 осадок, отложение (τὰ γεώδη ὑποστήματα Arst.);
2 выделение (τῆς κύστεως καὶ τῆς κοιλίας Arst.);
3 подпора (sc. τοῦ σώματος Arst.);
4 нарыв (Plut. - v.l. к ἀπόστημα).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόστημα: τό, (ὑφίστημι) τὸ κατερχόμενον εἰς τὸν πυθμένα, ὑγροῦ ὡς ὑποστάθμη, μάλιστα τῶν οὔρων, Ἱππ. 52 κἑξ.· ἐπὶ τῶν περιττωμάτων καὶ οὔρων, τὰ ὑπ. τῆς κοιλίας καὶ τῆς κύστεως (πρβλ. ὑπόστασις Β. 1), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 11, πρβλ. 6. 3, 14, π. Ζ. Μορ. 2. 7, 20· τὸ ὑπ. τὸ λευκόν, ἐπὶ πτηνῶν, αὐτόθι 4. 5, 44. ΙΙ. τὸ κάτωθεν τιθέμενον, ὑποστήριγμα, Ἀριστ. περὶ Ζ. Πορείας 8, 5. 2) βάσις, στήριγμα, Καλλίξεν. παρ’ Ἀθην. 197Α· τὸ ἐν Δελφοῖς ὑπόστημα, οἷον ἐγγυθήκην τινὰ σιδηρᾶν, ἀνάθημα Ἀλυάττου Ἡγήσανδρ. ὁ Δελφὸς αὐτόθι 210Β, Συλλ. Ἐπιγρ. 989b, 991b· πρβλ. ὑπόθημα ΙΙΙ. σταθμὸς στρατιωτῶν, στρατόπεδον, Λατ. statio, Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. ΚΓ΄, 14), ἐν τῷ Ἀλεξ. τύπῳ ὑπόστεμα, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 249. IV. = περίνεον, Πολυδ. Β΄, 171, Ροῦφ. Ἐφέσ. 154, ἐκδ. Matth. V. πλῆθος, ὄχλος, Ἰω. Ἀντιοχ. παρὰ Σουΐδ. VI. οὐσία, Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σελ. 550Β.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, ΜΑ, και ὑπόστεμα, -έματος, Α ὑφίστημι
μσν.
πλήθος, όχλος
αρχ.
1. υποστάθμη, κατακάθι, ιδίως περιττωμάτων και ούρων («τὰ ὑποστήματα τῆς κοιλίας καὶ τῆς κύστεως», Αριστοτ.)
2. καθίζηση
3. υποστήριγμα
4. βάση, βάθρο
5. περίνεο
6. υπόσταση, ύπαρξη.