εὔκοσμος: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
m (Text replacement - "attic" to "Attic")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔκοσμος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[κοσμιότητα]] στους τρόπους του, αυτός που έχει καλή [[συμπεριφορά]], πειθαρχημένος, [[φρόνιμος]], [[σεμνός]]<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται με [[ευπρέπεια]], με [[σεμνότητα]], με [[κοσμιότητα]] (α. «εύκοσμη [[συμπεριφορά]]» β. «οὐκ εὔκοσμον αἴρονται φυγήν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὔκοσμον</i><br />η [[κοσμιότητα]] («πολεμικοί τε καὶ εὔβουλοι διὰ τὸ εὔκοσμον γιγνόμεθα», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πράγματα) ο καλλωπισμένος, ο ομορφοστολισμένος («τοῑχοι γραφῇσιν εὔκοσμοι», Αρετ.)<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ.</b>) [[εὔκοσμος]]<br /><b>επιγρ.</b> [[τίτλος]] άρχοντα στην Αθήνα και την Πέργαμο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευκόσμως</i> (ΑΜ εὐκόσμως)<br />με [[κοσμιότητα]], με [[ευπρέπεια]], με [[σεμνότητα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ευτάκτως]], με [[τάξη]], αρμονικά<br /><b>αρχ.</b><br />με [[χάρη]], με καλλωπισμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[κόσμος]] «[[τάξη]], [[στολισμός]]»].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔκοσμος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[κοσμιότητα]] στους τρόπους του, αυτός που έχει καλή [[συμπεριφορά]], πειθαρχημένος, [[φρόνιμος]], [[σεμνός]]<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται με [[ευπρέπεια]], με [[σεμνότητα]], με [[κοσμιότητα]] (α. «εύκοσμη [[συμπεριφορά]]» β. «οὐκ εὔκοσμον αἴρονται φυγήν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὔκοσμον</i><br />η [[κοσμιότητα]] («πολεμικοί τε καὶ εὔβουλοι διὰ τὸ εὔκοσμον γιγνόμεθα», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πράγματα) ο καλλωπισμένος, ο ομορφοστολισμένος («τοῖχοι γραφῇσιν εὔκοσμοι», Αρετ.)<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ.</b>) [[εὔκοσμος]]<br /><b>επιγρ.</b> [[τίτλος]] άρχοντα στην Αθήνα και την Πέργαμο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευκόσμως</i> (ΑΜ εὐκόσμως)<br />με [[κοσμιότητα]], με [[ευπρέπεια]], με [[σεμνότητα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ευτάκτως]], με [[τάξη]], αρμονικά<br /><b>αρχ.</b><br />με [[χάρη]], με καλλωπισμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[κόσμος]] «[[τάξη]], [[στολισμός]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:28, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔκοσμος Medium diacritics: εὔκοσμος Low diacritics: εύκοσμος Capitals: ΕΥΚΟΣΜΟΣ
Transliteration A: eúkosmos Transliteration B: eukosmos Transliteration C: eykosmos Beta Code: eu)/kosmos

English (LSJ)

εὔκοσμον,
A behaving well, orderly, decorous, Sol.4.33, Th.6.42 (Comp.); οὐκ εὔκοσμον αἴρονται φυγήν A. Pers.481; τὸ εὔκοσμον = εὐκοσμία, Th.1.84; ὁ εὔκοσμος, official title at Pergamum, IGRom.4.353b3 (ii A.D.); at Athens, SIG1109.94, 136 (ii A.D.).
2 well-adorned, τοῖχοι γραφῇσιν εὔκοσμοι Aret.CA1.1.
II Adv. εὐκόσμως = in good order, Od.21.123, Hes. Op.628: Sup. εὐκοσμότατα X.Cyr.2.4.1.
2 ornamentally, gracefully, ξεῖν A.R.1.1120; διαλέγεσθαι Plu.Dem.11.

German (Pape)

[Seite 1076] wohlgeordnet; φυγή Aesch. Pers. 481; εὐνομία δ' εὔκοσμα καὶ ἄρτια πάντ' ἀποφαίνει Solon bei Dem. 19, 255 v. 32; wohlgeschmückt, ξανθοῖσι βοστρύχοισιν εὔκοσμος κόμην Eur. Bacch. 235; Luc. dom. 7; – τὸ εὔκοσμον, = εὐκοσμία, Thuc. 1, 84; εὐκοσμότεροι, leichter zu ordnen, 6, 42. – Adv. εὐκόσμως, in guter Ordnung, Od. 21, 123; Hes. O. 628; geschmückt, ὡς εὐκοσμότατα καὶ λαμπρότατα Xen. Cyr. 2, 4, 1; wohlanständig, καὶ μεγαλοπρεπῶς τῷ δήμῳ διαλέγεσθαι Plut. Dem. 11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
en bon ordre, bien ordonné ; τὸ εὔκοσμον c. εὐκοσμία;
Cp. εὐκοσμότερος.
Étymologie: εὖ, κόσμος.

Russian (Dvoretsky)

εὔκοσμος:
1 приученный к порядку, воспитанный, дисциплинированный (εὐκοσμότερος καὶ ῥᾴων ἄρχειν Thuc.): οὐκ εὔ. φυγή Eur. беспорядочное бегство;
2 красиво убранный, изящно причесанный (κόμη Eur. - v.l. εὔοσμος).

Greek (Liddell-Scott)

εὔκοσμος: -ον, κοσμίως φερόμενος, κόσμιος, εὐπρεπής, Σόλων 3. 32, Θουκ. 6. 42 (ἐν τῷ Συγκρ.)· οὐκ εὔκοσμον αἱροῦνται φυγὴν Αἰσχύλ. Πέρσ. 481: - τὸ εὔκοσμον, = εὐκοσμία, Θουκ. 1.84. 2) καλῶς κεκοσμημένος, εὔχαρις, Εὐρ. Βάκχ. 235· τοῖχοι γραφῇσιν εὔκοσμοι Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1.1. ΙΙ. Ἐπίρρ. -μως, μετ’ εὐκοσμίας, Ὀδ. Φ. 123, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 626. Ὑπερθ. -ότατα Ξεν. Κύρ. 2. 4, 1. 2) μετὰ κόσμου (στολισμοῦ), μετὰ χάριτος, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1120, Πλουτ. Δημ. 11.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔκοσμος, -ον)
1. αυτός που έχει κοσμιότητα στους τρόπους του, αυτός που έχει καλή συμπεριφορά, πειθαρχημένος, φρόνιμος, σεμνός
2. αυτός που γίνεται με ευπρέπεια, με σεμνότητα, με κοσμιότητα (α. «εύκοσμη συμπεριφορά» β. «οὐκ εὔκοσμον αἴρονται φυγήν», Αισχύλ.)
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔκοσμον
η κοσμιότητα («πολεμικοί τε καὶ εὔβουλοι διὰ τὸ εὔκοσμον γιγνόμεθα», Θουκ.)
2. (για πράγματα) ο καλλωπισμένος, ο ομορφοστολισμένος («τοῖχοι γραφῇσιν εὔκοσμοι», Αρετ.)
3. (το αρσ.) εὔκοσμος
επιγρ. τίτλος άρχοντα στην Αθήνα και την Πέργαμο.
επίρρ...
ευκόσμως (ΑΜ εὐκόσμως)
με κοσμιότητα, με ευπρέπεια, με σεμνότητα
μσν.-αρχ.
ευτάκτως, με τάξη, αρμονικά
αρχ.
με χάρη, με καλλωπισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κόσμος «τάξη, στολισμός»].

Greek Monotonic

εὔκοσμος: -ον,
I. 1. αυτός που συμπεριφέρεται κόσμια, κόσμιος, ευπρεπής, σε Σόλωνα, σε Αττ., Θουκ.· τὸ εὔκοσμον = εὐκοσμία, σε Θουκ.
2. καλοστολισμένος, χαριτωμένος, σε Ευρ.
II. 1. επίρρ. -μως, τακτικά, σε Ομήρ. Οδ.· υπερθ. εὐκοσμότατα, σε Ξεν.
2. χαριτωμένα, σε Πλούτ.

Middle Liddell

εὔ-κοσμος, ον
I. behaving well, orderly, decorous, Solon., Attic, Thuc.; τὸ εὔκοσμον = εὐκοσμία, Thuc.
2. well, adorned, graceful, Eur.
II. adv. -μως, in good order, Od.; Sup. εὐκοσμότατα, Xen.
2. gracefully, Plut.

English (Woodhouse)

adorned, orderly

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

orderly

Armenian: կոկիկ; Bulgarian: акуратен, подреден; Cebuano: hapsay; Danish: ordentlig, velordnet; Dutch: ordelijk; Finnish: järjestynyt; French: ordonné; German: ordentlich; Greek: τακτικός, τακτοποιημένος, συμμαζεμένος, μεθοδικός; Ancient Greek: ἀσύμφυρτος, ἐμμελής, ἔντακτος, εὔκοσμος, εὔρυθμος, εὐσταλής, εὔτακτος, κόσμιος; Hungarian: rendes, rendszerető; Icelandic: skipulegur, reglulegur; Italian: ordinato; Japanese: 整然; Kurdish Central Kurdish: ڕێکوپێکی‎; Macedonian: уреден; Russian: опрятный, аккуратный; Spanish: ordenado; Swedish: ordentlig; Thai: มีระเบียบ, เป็นระเบียบ