ιππεύω: Difference between revisions

From LSJ

ἔργον δ' οὐδὲν ὄνειδος, ἀεργίη δέ τ' ὄνειδοςwork is no disgrace, but idleness is disgrace | work is no disgrace, but idleness is | work is no disgrace; it is idleness which is a disgrace | work is no disgrace; the disgrace is idleness | work is no disgrace, not working is a disgrace | work is no shame, it is idleness that is shame | there is no shame in work, shame is in idleness

Source
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[ἱππεύω]]) [[ιππεύς]]<br />[[ανεβαίνω]] σε [[άλογο]], [[είμαι]] [[έφιππος]], [[καβαλικεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[ιππασία]], [[πηγαίνω]] [[καβάλα]]<br /><b>2.</b> [[κάθομαι]] [[κάπου]] [[ιππαστί]], καβαλικευτά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[ιππέας]], [[έφιππος]] («ἱππεύειν καὶ τοξεύειν καὶ ἀληθίζεσθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για λαούς) έχω τη [[συνήθεια]], την [[κλίση]] ή την [[ικανότητα]] να [[είμαι]] [[καλός]] [[ιππέας]] («ἱππεύει ταῦτα τὰ ἔθνη», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (για τον άνεμο) [[φυσώ]] ορμητικά, [[δυνατά]] («ζεφύρου πνοαῑς ἱππεύσαντος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> (μτφ., ποιητ.) [[εφορμώ]] για να [[κάνω]] [[κάτι]] («[[ἱππεύω]] πρὸς φόνον», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> [[ανεβαίνω]] σε όνο ή ημίονο («ἐπ' ὄvου τὰ πολλὰ ἱππεύοντα», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>6.</b> [[υπηρετώ]] στο ιππικό («τούτους ἡγεμόνας [[εἶναι]] πάντων τῶν ἱππευσάντων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>7.</b> [[ανήκω]] στην κοινωνική [[τάξη]] τών ιππέων<br /><b>8.</b> (για άλογα) έχω [[πάνω]] μου αναβάτη<br /><b>9.</b> [[οδηγώ]] [[άρμα]] ή [[άμαξα]] με δύο ή [[τέσσερεις]] ίππους<br /><b>9.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ ἱππεῡον</i><br />η [[τάξη]] τών ιππέων.
|mltxt=(ΑΜ [[ἱππεύω]]) [[ιππεύς]]<br />[[ανεβαίνω]] σε [[άλογο]], [[είμαι]] [[έφιππος]], [[καβαλικεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[ιππασία]], [[πηγαίνω]] [[καβάλα]]<br /><b>2.</b> [[κάθομαι]] [[κάπου]] [[ιππαστί]], καβαλικευτά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[ιππέας]], [[έφιππος]] («ἱππεύειν καὶ τοξεύειν καὶ ἀληθίζεσθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για λαούς) έχω τη [[συνήθεια]], την [[κλίση]] ή την [[ικανότητα]] να [[είμαι]] [[καλός]] [[ιππέας]] («ἱππεύει ταῦτα τὰ ἔθνη», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (για τον άνεμο) [[φυσώ]] ορμητικά, [[δυνατά]] («ζεφύρου πνοαῖς ἱππεύσαντος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> (μτφ., ποιητ.) [[εφορμώ]] για να [[κάνω]] [[κάτι]] («[[ἱππεύω]] πρὸς φόνον», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> [[ανεβαίνω]] σε όνο ή ημίονο («ἐπ' ὄvου τὰ πολλὰ ἱππεύοντα», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>6.</b> [[υπηρετώ]] στο ιππικό («τούτους ἡγεμόνας [[εἶναι]] πάντων τῶν ἱππευσάντων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>7.</b> [[ανήκω]] στην κοινωνική [[τάξη]] τών ιππέων<br /><b>8.</b> (για άλογα) έχω [[πάνω]] μου αναβάτη<br /><b>9.</b> [[οδηγώ]] [[άρμα]] ή [[άμαξα]] με δύο ή [[τέσσερεις]] ίππους<br /><b>9.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ ἱππεῡον</i><br />η [[τάξη]] τών ιππέων.
}}
}}

Latest revision as of 14:40, 6 February 2024

Greek Monolingual

(ΑΜ ἱππεύω) ιππεύς
ανεβαίνω σε άλογο, είμαι έφιππος, καβαλικεύω
νεοελλ.
1. κάνω ιππασία, πηγαίνω καβάλα
2. κάθομαι κάπου ιππαστί, καβαλικευτά
αρχ.
1. είμαι ιππέας, έφιππος («ἱππεύειν καὶ τοξεύειν καὶ ἀληθίζεσθαι», Ηρόδ.)
2. (για λαούς) έχω τη συνήθεια, την κλίση ή την ικανότητα να είμαι καλός ιππέας («ἱππεύει ταῦτα τὰ ἔθνη», Ηρόδ.)
3. (για τον άνεμο) φυσώ ορμητικά, δυνατά («ζεφύρου πνοαῖς ἱππεύσαντος», Ευρ.)
4. (μτφ., ποιητ.) εφορμώ για να κάνω κάτιἱππεύω πρὸς φόνον», Ευρ.)
5. ανεβαίνω σε όνο ή ημίονο («ἐπ' ὄvου τὰ πολλὰ ἱππεύοντα», Λουκιαν.)
6. υπηρετώ στο ιππικό («τούτους ἡγεμόνας εἶναι πάντων τῶν ἱππευσάντων», Πλάτ.)
7. ανήκω στην κοινωνική τάξη τών ιππέων
8. (για άλογα) έχω πάνω μου αναβάτη
9. οδηγώ άρμα ή άμαξα με δύο ή τέσσερεις ίππους
9. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ ἱππεῡον
η τάξη τών ιππέων.