γυίον: Difference between revisions
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
(8) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=γυῑον, το (Α)<br /><b>1.</b> [[μέλος]] του σώματος<br /><b>2.</b> [[χέρι]]<br /><b>3.</b> [[ολόκληρο]] το [[σώμα]]<br /><b>4.</b> <b>πληθ.</b> <i>γυῑα</i>, <i>τα</i><br />α) τα [[μέλη]] του σώματος («γυῑα λέλυντο», «[[τρόμος]], [[κάματος]] λάβε γυῑα»)<br />β) τα χέρια<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «γυῑα ποδῶν» — τα πόδια<br />β) «μητρός | |mltxt=γυῑον, το (Α)<br /><b>1.</b> [[μέλος]] του σώματος<br /><b>2.</b> [[χέρι]]<br /><b>3.</b> [[ολόκληρο]] το [[σώμα]]<br /><b>4.</b> <b>πληθ.</b> <i>γυῑα</i>, <i>τα</i><br />α) τα [[μέλη]] του σώματος («γυῑα λέλυντο», «[[τρόμος]], [[κάματος]] λάβε γυῑα»)<br />β) τα χέρια<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «γυῑα ποδῶν» — τα πόδια<br />β) «μητρός γυῖα» — η [[μήτρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη ήδη ομηρική που απαντά [[κυρίως]] στον πληθυντικό. Το <i>γυῖον</i>, με μορφολογικό σχηματισμό σε -<i>ιο</i>, ανάγεται σε IE <i>gu</i>- «[[λυγίζω]], [[κάμπτω]], [[κυρτώνω]]», αν ληφθεί υπ' όψιν ότι τα οστά [[είναι]] κυρτά και εύκαμπτα ([[πρβλ]]. [[γύης]], [[γύαλον]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[γυιώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[γυίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[γυιαρκής]], [[γυιοβαρής]], [[γυιοβόρος]], [[γυιοδάμας]], [[γυιοπαγής]], [[γυιοπέδη]], [[γυιοτακής]], [[γυιοτόρος]], [[γυιούχος]], [[γυιόχαλκος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αγλαόγυιος]], [[άγυιος]], <i>αρκεσίγυιος</i>, [[δεξιόγυιος]], [[διάγυιος]], [[δίγυιος]], [[ιμερόγυιος]], [[λαρνακόγυιος]], [[λαχνόγυιος]], [[λιπόγυιος]], [[μονόγυιος]], [[οβριμόγυιος]], [[στερρόγυιος]], [[υπόγυιος]] και [[υπόγυος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:40, 6 February 2024
Greek Monolingual
γυῑον, το (Α)
1. μέλος του σώματος
2. χέρι
3. ολόκληρο το σώμα
4. πληθ. γυῑα, τα
α) τα μέλη του σώματος («γυῑα λέλυντο», «τρόμος, κάματος λάβε γυῑα»)
β) τα χέρια
5. φρ. α) «γυῑα ποδῶν» — τα πόδια
β) «μητρός γυῖα» — η μήτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική που απαντά κυρίως στον πληθυντικό. Το γυῖον, με μορφολογικό σχηματισμό σε -ιο, ανάγεται σε IE gu- «λυγίζω, κάμπτω, κυρτώνω», αν ληφθεί υπ' όψιν ότι τα οστά είναι κυρτά και εύκαμπτα (πρβλ. γύης, γύαλον).
ΠΑΡ. αρχ. γυιώ
μσν.
γυίζω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. γυιαρκής, γυιοβαρής, γυιοβόρος, γυιοδάμας, γυιοπαγής, γυιοπέδη, γυιοτακής, γυιοτόρος, γυιούχος, γυιόχαλκος.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. αγλαόγυιος, άγυιος, αρκεσίγυιος, δεξιόγυιος, διάγυιος, δίγυιος, ιμερόγυιος, λαρνακόγυιος, λαχνόγυιος, λιπόγυιος, μονόγυιος, οβριμόγυιος, στερρόγυιος, υπόγυιος και υπόγυος].