μεταμείβω: Difference between revisions

From LSJ

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metameivo
|Transliteration C=metameivo
|Beta Code=metamei/bw
|Beta Code=metamei/bw
|Definition=Dor. πεδ-, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[exchange]], [[change]], <b class="b3">ἐσλὸν πήματος</b> good [[for]] ill, <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>12.12</span>; [οἱ ἐχῖνοι] μ. τὰς ὀπάς <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>612b6</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">change to another form</b>, ἐκ βοὸς… μετάμειβε γυναῖκα <span class="bibl">Mosch.2.52</span>; μ. φρένα <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>4.182</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> [[remove]], <b class="b3">τινὰ Λαμνόθεν</b> dub. cj. in <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>1.52</span>; <b class="b3">γᾶν τέκνων τέκνοις μ</b>. <b class="b2">hand down</b> land to children's children, <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span> 796</span> (lyr.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Med., <b class="b2">change one's condition</b>, <b class="b3">ἐκ προτέρων μεταμειψάμενοι καμάτων</b> <b class="b2">having escaped</b> from... <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>3.96</span>: abs., <b class="b3">μεταμειβόμενοι ἐναλλάξ</b> <b class="b2">in turns</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">N.</span>10.55</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> c. acc., <b class="b3">μεταμείβεσθαί τινί τι</b> <b class="b2">to change</b> one thing [[for]] another, <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>831</span> (lyr.).</span>
|Definition=Dor. [[πεδαμείβω]],<br><span class="bld">A</span> [[exchange]], [[change]], <b class="b3">ἐσλὸν πήματος</b> good [[for]] ill, Pi.''O.''12.12; [οἱ ἐχῖνοι] μ. τὰς ὀπάς [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''612b6.<br><span class="bld">2</span> [[change to another form]], ἐκ βοὸς… μετάμειβε γυναῖκα Mosch.2.52; μ. φρένα [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 4.182.<br><span class="bld">3</span> [[remove]], <b class="b3">τινὰ Λαμνόθεν</b> dub. cj. in Pi.''P.''1.52; <b class="b3">γᾶν τέκνων τέκνοις μ.</b> [[hand down]] land to children's children, E.''HF'' 796 (lyr.).<br><span class="bld">II</span> Med., [[change one's condition]], <b class="b3">ἐκ προτέρων μεταμειψάμενοι καμάτων</b> [[having escaped]] from... Pi.''P.''3.96: abs., <b class="b3">μεταμειβόμενοι ἐναλλάξ</b> [[in turns]], Id.''N.''10.55.<br><span class="bld">2</span> c. acc., <b class="b3">μεταμείβεσθαί τινί τι</b> to [[change]] one thing [[for]] another, E.''Ph.''831 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0150.png Seite 150]] umtauschen, umwechseln, Pind. in dor. Form, ἐσλὸν πήματος πεδάμειψαν, Ol. 12, 12; ἐκ βοὸς [[πάλιν]] μετάμειβε γυναῖκα, verwandelte in eine Frau, Mosch. 2, 52; φρένα τινί, Nonn. D. 4, 182. – Häufiger im med., μεταμειβόμενοι δ' [[ἐναλλάξ]], abwechselnd, Pind. N. 10, 55, ἐκ προτέρων μεταμειψάμενος καμάτων [[χάριν]] [[Διός]], P. 3, 96, sie hatten sich eingetauscht; μυριάδας ἀγαθῶν ἑτέρας ἑτέραις μεταμειβομένα [[πόλις]], Eur. Phoen. 838.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0150.png Seite 150]] umtauschen, umwechseln, Pind. in dor. Form, ἐσλὸν πήματος πεδάμειψαν, Ol. 12, 12; ἐκ βοὸς [[πάλιν]] μετάμειβε γυναῖκα, verwandelte in eine Frau, Mosch. 2, 52; φρένα τινί, Nonn. D. 4, 182. – Häufiger im med., μεταμειβόμενοι δ' [[ἐναλλάξ]], abwechselnd, Pind. N. 10, 55, ἐκ προτέρων μεταμειψάμενος καμάτων [[χάριν]] [[Διός]], P. 3, 96, sie hatten sich eingetauscht; μυριάδας ἀγαθῶν ἑτέρας ἑτέραις μεταμειβομένα [[πόλις]], Eur. Phoen. 838.
}}
{{bailly
|btext=changer :<br /><b>1</b> [[changer]], [[échanger]];<br /><b>2</b> [[transformer]];<br /><i><b>Moy.</b></i> [[μεταμείβομαι]];<br /><b>1</b> [[échanger]], [[prendre]] <i>ou</i> recevoir en échange;<br /><b>2</b> [[se remplacer]], [[se succéder l'un l'autre]].<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ἀμείβω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μετᾰμείβω:''' дор.-эол. πεδᾰμείβω тж. med.<br /><b class="num">1</b> [[обменивать]] (ἐσλὸν πήματος Pind.); менять (τὰς ὀπὰς ἐν τῇ γῇ, Arst.): μεταμειβόμενοι Pind. чередуясь; μυριάδας ἀγαθῶν ἑτέροις ἑτέρας μεταμειβόμενος Eur. прошедший через длинную вереницу всяческих преуспеяний;<br /><b class="num">2</b> [[передавать по наследству]] (γᾶν τέκνων τέκνοις Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μετᾰμείβω''': Δωρ. πεδ-· μελλ. -ψω· ― μεταλλάσω, ἀνταλάσσω, ἐσθλὸν βαθὺ πήματος ἐν μικρῷ πεδάμειψαν χρόνῳ, ἐν βραχεῖ χρόνῳ ἀντὶ τῶν παθημάτων [[ἔσχον]] μεγάλην εὐτυχίαν, Πινδ. Ο. 12. 18· μεταβαλλόντων βορέων καὶ νότων οἱ... ἐν τῇ γῇ [ἐχῖνοι] τὰς ὀπὰς αὐτῶν μεταμείβουσι, μεταλλάσουσι, ἀλλάσσουσι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἰστ. 9. 6, 10. 2) [[μεταβάλλω]] εἰς [[ἄλλην]] μορφήν, ἀλλοιῶ, ἐκ βοός... [[πάλιν]] μετάμειβε γυναῖκα Μόσχ. 2. 52· μ. φρένα τινὶ Νόνν. Δ. 4. 182. 3) [[μετάγω]], [[μεταφέρω]], τινὰ Λημνόθεν Πινδ. Π. 1. 100 (ὡς ἀναγινώσκει ὁ Böckh 53)· γᾶν τέκνων τέκνοις μεταμείβει, μεταβιβάζει τὴν γῆν εἰς τὰ τέκνα τῶν τέκνων, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 796. ΙΙ. Μέσ., [[μεταβάλλω]] κατάστασιν, ἐκ προτέρων μεταμειψάμενοι καμάτων, ἀπαλλαγέντες ἐκ τῶν προτέρων αὐτῶν παθημάτων..., Πινδ. Π. 3. 169· ἀπολύτως, μεταμειβόμενοι δ’ ἐναλλὰξ ἁμέραν, ἐκ διαδοχῆς ἐναλλάσσοντες τὰς ἡμέρας, ὁ αὐτ. Ν. 10. 103. 2) μετ’ αἰτ., μυριάδας δ’ ἀγαθῶν ἑτέροις ἑτέρας μεταμειβομένη [[πόλις]], μυριάδας δ’ ἀγαθῶν λαμβάνουσα ἡ [[πόλις]] ἀλλεπαλλήλως, Εὐρ. Φοίν. 831.
|lstext='''μετᾰμείβω''': Δωρ. πεδ-· μελλ. -ψω· ― μεταλλάσω, ἀνταλάσσω, ἐσθλὸν βαθὺ πήματος ἐν μικρῷ πεδάμειψαν χρόνῳ, ἐν βραχεῖ χρόνῳ ἀντὶ τῶν παθημάτων [[ἔσχον]] μεγάλην εὐτυχίαν, Πινδ. Ο. 12. 18· μεταβαλλόντων βορέων καὶ νότων οἱ... ἐν τῇ γῇ [ἐχῖνοι] τὰς ὀπὰς αὐτῶν μεταμείβουσι, μεταλλάσουσι, ἀλλάσσουσι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἰστ. 9. 6, 10. 2) [[μεταβάλλω]] εἰς [[ἄλλην]] μορφήν, ἀλλοιῶ, ἐκ βοός... [[πάλιν]] μετάμειβε γυναῖκα Μόσχ. 2. 52· μ. φρένα τινὶ Νόνν. Δ. 4. 182. 3) [[μετάγω]], [[μεταφέρω]], τινὰ Λημνόθεν Πινδ. Π. 1. 100 (ὡς ἀναγινώσκει ὁ Böckh 53)· γᾶν τέκνων τέκνοις μεταμείβει, μεταβιβάζει τὴν γῆν εἰς τὰ τέκνα τῶν τέκνων, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 796. ΙΙ. Μέσ., [[μεταβάλλω]] κατάστασιν, ἐκ προτέρων μεταμειψάμενοι καμάτων, ἀπαλλαγέντες ἐκ τῶν προτέρων αὐτῶν παθημάτων..., Πινδ. Π. 3. 169· ἀπολύτως, μεταμειβόμενοι δ’ ἐναλλὰξ ἁμέραν, ἐκ διαδοχῆς ἐναλλάσσοντες τὰς ἡμέρας, ὁ αὐτ. Ν. 10. 103. 2) μετ’ αἰτ., μυριάδας δ’ ἀγαθῶν ἑτέροις ἑτέρας μεταμειβομένη [[πόλις]], μυριάδας δ’ ἀγαθῶν λαμβάνουσα ἡ [[πόλις]] ἀλλεπαλλήλως, Εὐρ. Φοίν. 831.
}}
{{bailly
|btext=changer :<br /><b>1</b> changer, échanger;<br /><b>2</b> transformer;<br /><i><b>Moy.</b></i> μεταμείβομαι;<br /><b>1</b> échanger, prendre <i>ou</i> recevoir en échange;<br /><b>2</b> se remplacer, se succéder l’un l’autre.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ἀμείβω]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>μετᾰμείβω</b> med., intrans., <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[change]] ἐκ προτέρων μεταμειψάμενοι καμάτων [[Peleus]] and Kadmos (P. 3.96) μεταμειβόμενοι δ' ἐναλλὰξ ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται, τὰν δ ὑπὸ κεύθεσι γαίας ἐν γυάλοις Θεράπνας (N. 10.55)
|sltr=<b>μετᾰμείβω</b> med., intrans., [[change]] ἐκ προτέρων μεταμειψάμενοι καμάτων [[Peleus]] and Kadmos (P. 3.96) μεταμειβόμενοι δ' ἐναλλὰξ ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται, τὰν δ ὑπὸ κεύθεσι γαίας ἐν γυάλοις Θεράπνας (N. 10.55)
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεταμείβω]], δωρ. τ. [[πεδαμείβω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[μεταβάλλω]], [[τροποποιώ]] («ἐσλὸν βαθὺ πήματος ἐν μικρῷ πεδάμειψαν χρόνῳ», <b>Πινδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αλλάζω]] τη [[μορφή]], [[μεταμορφώνω]] («ἐκ βοός... μετάμειβε γυναῑκα», Μόσχ.)<br /><b>3.</b> [[μεταφέρω]], [[μεταβιβάζω]], («γᾱν τέκνων τέκνοις μεταμείβει», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>μεταμείβομαι</i><br />[[μεταβάλλω]] [[κατάσταση]] απαλλασσόμενος από [[κάτι]] («ἐκ προτέρων μεταμειψάμενοι καμάτων», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀμείβω]] «[[ανταλλάσσω]]»].
|mltxt=[[μεταμείβω]], δωρ. τ. [[πεδαμείβω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[μεταβάλλω]], [[τροποποιώ]] («ἐσλὸν βαθὺ πήματος ἐν μικρῷ πεδάμειψαν χρόνῳ», <b>Πινδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αλλάζω]] τη [[μορφή]], [[μεταμορφώνω]] («ἐκ βοός... μετάμειβε γυναῖκα», Μόσχ.)<br /><b>3.</b> [[μεταφέρω]], [[μεταβιβάζω]], («γᾱν τέκνων τέκνοις μεταμείβει», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>μεταμείβομαι</i><br />[[μεταβάλλω]] [[κατάσταση]] απαλλασσόμενος από [[κάτι]] («ἐκ προτέρων μεταμειψάμενοι καμάτων», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀμείβω]] «[[ανταλλάσσω]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μετᾰμείβω:''' Δωρ. πεδ-, μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μεταβάλλω]], <i>ἐσλθὸν πήματος</i>, καλό για [[αρρώστια]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">2.</b> [[τροποποιώ]], <i>ἐκ βοὸς μεταμεῖβε γυναῖκα</i>, σε Μόσχ.<br /><b class="num">3.</b> γᾶν τέκνοις [[μεταμείβω]], [[κληροδοτώ]] τη γη στα [[παιδιά]] μου, σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., [[μεταβάλλω]] την κατάστασή μου, [[δραπετεύω]], σε Πίνδ.· <i>μεταμειβόμενοι</i>, διαδοχικώς, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[μεταμείβω]] τί τινι, [[αλλάζω]] [[κάτι]] για [[κάτι]] [[άλλο]], σε Ευρ.
|lsmtext='''μετᾰμείβω:''' Δωρ. πεδ-, μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μεταβάλλω]], <i>ἐσλθὸν πήματος</i>, καλό για [[αρρώστια]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">2.</b> [[τροποποιώ]], <i>ἐκ βοὸς μεταμεῖβε γυναῖκα</i>, σε Μόσχ.<br /><b class="num">3.</b> γᾶν τέκνοις [[μεταμείβω]], [[κληροδοτώ]] τη γη στα [[παιδιά]] μου, σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., [[μεταβάλλω]] την κατάστασή μου, [[δραπετεύω]], σε Πίνδ.· <i>μεταμειβόμενοι</i>, διαδοχικώς, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[μεταμείβω]] τί τινι, [[αλλάζω]] [[κάτι]] για [[κάτι]] [[άλλο]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μετᾰμείβω:''' дор.-эол. πεδᾰμείβω тж. med.<br /><b class="num">1)</b> обменивать (ἐσλὸν πήματος Pind.); менять (τὰς ὀπὰς ἐν τῇ γῇ, Arst.): μεταμειβόμενοι Pind. чередуясь; μυριάδας ἀγαθῶν ἑτέροις ἑτέρας μεταμειβόμενος Eur. прошедший через длинную вереницу всяческих преуспеяний;<br /><b class="num">2)</b> передавать по наследству (γᾶν τέκνων τέκνοις Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=doric πεδ fut. ψω<br /><b class="num">I.</b> to [[exchange]], ἐσλὸν πήματος [[good]] for ill, Pind.<br /><b class="num">2.</b> to [[change]] to [[another]] [[form]], ἐκ βοὸς μετάμειβε γυναῖκα Mosch.<br /><b class="num">3.</b> γᾶν τέκνοις μ. to [[hand]] [[down]] [[land]] to children, Eur.<br /><b class="num">II.</b> Mid. to [[change]] one's [[condition]], to [[escape]], Pind.; μεταμειβόμενοι in turns. Pind.<br /><b class="num">2.</b> c. acc., μ. τί τινι to [[change]] one [[thing]] for [[another]], Eur.
|mdlsjtxt=doric πεδ fut. ψω<br /><b class="num">I.</b> to [[exchange]], ἐσλὸν πήματος [[good]] for ill, Pind.<br /><b class="num">2.</b> to [[change]] to [[another]] [[form]], ἐκ βοὸς μετάμειβε γυναῖκα Mosch.<br /><b class="num">3.</b> γᾶν τέκνοις μ. to [[hand]] [[down]] [[land]] to children, Eur.<br /><b class="num">II.</b> Mid. to [[change]] one's [[condition]], to [[escape]], Pind.; μεταμειβόμενοι in turns. Pind.<br /><b class="num">2.</b> c. acc., μ. τί τινι to [[change]] one [[thing]] for [[another]], Eur.
}}
}}

Latest revision as of 14:43, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετᾰμείβω Medium diacritics: μεταμείβω Low diacritics: μεταμείβω Capitals: ΜΕΤΑΜΕΙΒΩ
Transliteration A: metameíbō Transliteration B: metameibō Transliteration C: metameivo Beta Code: metamei/bw

English (LSJ)

Dor. πεδαμείβω,
A exchange, change, ἐσλὸν πήματος good for ill, Pi.O.12.12; [οἱ ἐχῖνοι] μ. τὰς ὀπάς Arist.HA612b6.
2 change to another form, ἐκ βοὸς… μετάμειβε γυναῖκα Mosch.2.52; μ. φρένα Nonn. D. 4.182.
3 remove, τινὰ Λαμνόθεν dub. cj. in Pi.P.1.52; γᾶν τέκνων τέκνοις μ. hand down land to children's children, E.HF 796 (lyr.).
II Med., change one's condition, ἐκ προτέρων μεταμειψάμενοι καμάτων having escaped from... Pi.P.3.96: abs., μεταμειβόμενοι ἐναλλάξ in turns, Id.N.10.55.
2 c. acc., μεταμείβεσθαί τινί τι to change one thing for another, E.Ph.831 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 150] umtauschen, umwechseln, Pind. in dor. Form, ἐσλὸν πήματος πεδάμειψαν, Ol. 12, 12; ἐκ βοὸς πάλιν μετάμειβε γυναῖκα, verwandelte in eine Frau, Mosch. 2, 52; φρένα τινί, Nonn. D. 4, 182. – Häufiger im med., μεταμειβόμενοι δ' ἐναλλάξ, abwechselnd, Pind. N. 10, 55, ἐκ προτέρων μεταμειψάμενος καμάτων χάριν Διός, P. 3, 96, sie hatten sich eingetauscht; μυριάδας ἀγαθῶν ἑτέρας ἑτέραις μεταμειβομένα πόλις, Eur. Phoen. 838.

French (Bailly abrégé)

changer :
1 changer, échanger;
2 transformer;
Moy. μεταμείβομαι;
1 échanger, prendre ou recevoir en échange;
2 se remplacer, se succéder l'un l'autre.
Étymologie: μετά, ἀμείβω.

Russian (Dvoretsky)

μετᾰμείβω: дор.-эол. πεδᾰμείβω тж. med.
1 обменивать (ἐσλὸν πήματος Pind.); менять (τὰς ὀπὰς ἐν τῇ γῇ, Arst.): μεταμειβόμενοι Pind. чередуясь; μυριάδας ἀγαθῶν ἑτέροις ἑτέρας μεταμειβόμενος Eur. прошедший через длинную вереницу всяческих преуспеяний;
2 передавать по наследству (γᾶν τέκνων τέκνοις Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

μετᾰμείβω: Δωρ. πεδ-· μελλ. -ψω· ― μεταλλάσω, ἀνταλάσσω, ἐσθλὸν βαθὺ πήματος ἐν μικρῷ πεδάμειψαν χρόνῳ, ἐν βραχεῖ χρόνῳ ἀντὶ τῶν παθημάτων ἔσχον μεγάλην εὐτυχίαν, Πινδ. Ο. 12. 18· μεταβαλλόντων βορέων καὶ νότων οἱ... ἐν τῇ γῇ [ἐχῖνοι] τὰς ὀπὰς αὐτῶν μεταμείβουσι, μεταλλάσουσι, ἀλλάσσουσι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἰστ. 9. 6, 10. 2) μεταβάλλω εἰς ἄλλην μορφήν, ἀλλοιῶ, ἐκ βοός... πάλιν μετάμειβε γυναῖκα Μόσχ. 2. 52· μ. φρένα τινὶ Νόνν. Δ. 4. 182. 3) μετάγω, μεταφέρω, τινὰ Λημνόθεν Πινδ. Π. 1. 100 (ὡς ἀναγινώσκει ὁ Böckh 53)· γᾶν τέκνων τέκνοις μεταμείβει, μεταβιβάζει τὴν γῆν εἰς τὰ τέκνα τῶν τέκνων, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 796. ΙΙ. Μέσ., μεταβάλλω κατάστασιν, ἐκ προτέρων μεταμειψάμενοι καμάτων, ἀπαλλαγέντες ἐκ τῶν προτέρων αὐτῶν παθημάτων..., Πινδ. Π. 3. 169· ἀπολύτως, μεταμειβόμενοι δ’ ἐναλλὰξ ἁμέραν, ἐκ διαδοχῆς ἐναλλάσσοντες τὰς ἡμέρας, ὁ αὐτ. Ν. 10. 103. 2) μετ’ αἰτ., μυριάδας δ’ ἀγαθῶν ἑτέροις ἑτέρας μεταμειβομένη πόλις, μυριάδας δ’ ἀγαθῶν λαμβάνουσα ἡ πόλις ἀλλεπαλλήλως, Εὐρ. Φοίν. 831.

English (Slater)

μετᾰμείβω med., intrans., change ἐκ προτέρων μεταμειψάμενοι καμάτων Peleus and Kadmos (P. 3.96) μεταμειβόμενοι δ' ἐναλλὰξ ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται, τὰν δ ὑπὸ κεύθεσι γαίας ἐν γυάλοις Θεράπνας (N. 10.55)

Greek Monolingual

μεταμείβω, δωρ. τ. πεδαμείβω (Α)
1. μεταβάλλω, τροποποιώ («ἐσλὸν βαθὺ πήματος ἐν μικρῷ πεδάμειψαν χρόνῳ», Πινδ.)
2. αλλάζω τη μορφή, μεταμορφώνω («ἐκ βοός... μετάμειβε γυναῖκα», Μόσχ.)
3. μεταφέρω, μεταβιβάζω, («γᾱν τέκνων τέκνοις μεταμείβει», Ευρ.)
4. μέσ. μεταμείβομαι
μεταβάλλω κατάσταση απαλλασσόμενος από κάτι («ἐκ προτέρων μεταμειψάμενοι καμάτων», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἀμείβω «ανταλλάσσω»].

Greek Monotonic

μετᾰμείβω: Δωρ. πεδ-, μέλ. -ψω,
I. 1. μεταβάλλω, ἐσλθὸν πήματος, καλό για αρρώστια, σε Πίνδ.
2. τροποποιώ, ἐκ βοὸς μεταμεῖβε γυναῖκα, σε Μόσχ.
3. γᾶν τέκνοις μεταμείβω, κληροδοτώ τη γη στα παιδιά μου, σε Ευρ.
II. 1. Μέσ., μεταβάλλω την κατάστασή μου, δραπετεύω, σε Πίνδ.· μεταμειβόμενοι, διαδοχικώς, στον ίδ.
2. με αιτ., μεταμείβω τί τινι, αλλάζω κάτι για κάτι άλλο, σε Ευρ.

Middle Liddell

doric πεδ fut. ψω
I. to exchange, ἐσλὸν πήματος good for ill, Pind.
2. to change to another form, ἐκ βοὸς μετάμειβε γυναῖκα Mosch.
3. γᾶν τέκνοις μ. to hand down land to children, Eur.
II. Mid. to change one's condition, to escape, Pind.; μεταμειβόμενοι in turns. Pind.
2. c. acc., μ. τί τινι to change one thing for another, Eur.